ὀξίς

From LSJ
Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξίς Medium diacritics: ὀξίς Low diacritics: οξίς Capitals: ΟΞΙΣ
Transliteration A: oxís Transliteration B: oxis Transliteration C: oksis Beta Code: o)ci/s

English (LSJ)

ίδος, ἡA, (ὄξος) vinegar-cruet, Nicostr.Com.9, Axionic.7, AJA31.351(pl.), PLond.2.402ii24 (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.Ar.Ra.1488 : hence ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, instead of being κεραμεᾶ, Ar.Pl.812; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει Sopat.19; ὀξὶς ἢ φάλαγξ; (exact sense doubtful) Ar.V.1509. 2 a measure, at Athens the same as ὀξύβαφον, but at Cleonae, = κοτύλη, Id.Fr.688, Diph.96. II = ὀξαλίς ΙΙ, Gal.11.631 (where ὀξύδα). III in plural, ὀξίδες = acidities, Alex. Trall.Febr.I: sg., acidity, ib.6.

German (Pape)

[Seite 351] ίδος, ἡ, kleines, gew. irdenes Gefäß zum Essig, acetabulum; Ar. Ran. 1436. 1449, der aber auch Plut. 812 sagt ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε. Vgl. auch Diphil. bei Ath. II, 67 a u. ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει VI, 230 e. – Bei Ar. Vesp. 1509 eine Art Krabben: τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον, ὀξὶς ἢ φάλαγξ.

French (Bailly abrégé)

ὀξίδος (ἡ) :
vase pour le vinaigre.
Étymologie: ὀξύς.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξίς: -ίδος, ἡ, (ὄξος) «ξιδερόν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὄξους, Λατ. acetabulum, κυρίως πήλινον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1440· ὄθεν, ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, ἀντὶ νὰ εἶναι κεραμεᾶ, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 812· ὡσαύτως, ὀξίδ᾿ ἀργυρᾶν ἔχει Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 230Ε· - ἐπὶ ἀνθρώπου σμικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀριστοφ. Σφ. 1509. 2) μέτρον τι ἐν Ἀθήναις, τὸ αὐτὸ τῷ ὀξυβάφῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 550· ἐν Κλεωναῖς = κοτύλη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = ὀξαλίς ΙΙ, Γαλην.

Greek Monolingual

ὀξίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό
2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον
3. το φυτό οξαλίδα
4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα
5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες
οι οξύτητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λεπ-ίς)].

Greek Monotonic

ὀξίς: -ίδος, ἡ (ὄξος), φιάλη ξιδιού, Λατ. acetabulum, σε Αριστοφ.· λέγεται για μικροσκοπικό άνθρωπο, μικρού αναστήματος άνθρωπο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξίς: ίδος ἡ1) уксусник (ὀ. χαλκῆ Arph.);
2) оксида (разновидность краба) Arph.;
3) Arph. = ὀξύβαφον.

Middle Liddell

ὀξίς, ίδος, ἡ, ὄξος
a vinegar-cruet, Lat. acetabulum, Ar.; applied to a diminutive person, Ar.