εὐκέατος

From LSJ
Revision as of 13:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκέᾰτος Medium diacritics: εὐκέατος Low diacritics: ευκέατος Capitals: ΕΥΚΕΑΤΟΣ
Transliteration A: eukéatos Transliteration B: eukeatos Transliteration C: efkeatos Beta Code: eu)ke/atos

English (LSJ)

ον, poet. for foreg., κέδρου τ' εὐκεάτοιο Od.5.60; ἐρινεοῦ εὐ. Theoc.25.248.

German (Pape)

[Seite 1074] dasselbe, κέδρος Od. 5, 60; ἐρινεός Theocr. 25, 248.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à fendre.
Étymologie: εὖ, κεάζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκέᾰτος: легко раскалывающийся (κέδρος Hom.; ἐρινεός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐκέᾰτος: -ον, ποητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., κέδρου τ’ εὐκεάτοιο Ὀδ. Ε. 60· ἐρινεοῦ εὐκεάτοιο Θεόκρ. 24. 248. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκέατον· ξηράν. εὔσχιστον. εὔκαυστον».

English (Autenrieth)

(κεάζω): easily cleft or split, fissile, Od. 5.60†.

Greek Monolingual

εὐκέατος, -ον (Α)
ποιητ. τ. του ευκέαστος («ὀδμὴ κέδρου τ' εὐκεάτοιο», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

εὐκέᾰτος: -ον (κεάζω), αυτός που σχίζεται ή χωρίζεται εύκολα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐ-κέᾰτος, ον κεάζω
easy to cleave or split, Od.