θέρμινος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
η, ον, (θέρμος) of lupines, ἄλευρα Dsc.2.110; πανοπλία Luc.VH1.27.
German (Pape)
[Seite 1201] von Feigbohnen; Diosc.; Luc. Ver. Hist, 1. 1, 27.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lupin.
Étymologie: θέρμος.
Russian (Dvoretsky)
θέρμῐνος: лупиновый (πανοπλία Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
θέρμῐνος: -η, -ον, (θέρμος) ἐκ θέρμων (κοιν. ἀπὸ λούπινα), Διοσκ. 2. 135, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 27.
Greek Monolingual
θέρμινος, -ίνη, -ον (Α) θέρμος (I)]
αυτός που κατασκευάζεται από λούπινα («θέρμινα ἄλευρα»).
Greek Monotonic
θέρμῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί από λούπινα (θέρμος), σε Λουκ.
Middle Liddell
θέρμῐνος, η, ον
of lupines (θέρμοσ), Luc.