θύμωμα

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θύμωμα Medium diacritics: θύμωμα Low diacritics: θύμωμα Capitals: ΘΥΜΩΜΑ
Transliteration A: thýmōma Transliteration B: thymōma Transliteration C: thymoma Beta Code: qu/mwma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, wrath, passion, A.Eu.860(pl.); θ. τὸ πόντου Epigr.Gr.339.6 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 1225] τό, der Zorn, Aesch. Eum. 822.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mouvement de colère, colère.
Étymologie: θυμόω.

Russian (Dvoretsky)

θύμωμα: ατος (ῡ) τό гнев, злоба (ἐμμανεῖς θυμώμασιν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θύμωμα: ῡ, τό, ὡς καὶ νῦν, ὀργή, πάθος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 860, ἐν τῷ πληθ. (ἴδε ἄοινος)· θ. τὸ πόντου Συλλ. Ἐπιγρ. 3685 6.

Greek Monolingual

(I)
το (Α θύμωμα) [[[θυμώ]] (I)]
η οργή, ο θυμός.
(II)
το
ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo- (πρβλ. θύμος) + -ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -μα (πρβλ. αγαλλίαμα, εξόγκωμα)].

Greek Monotonic

θύμωμα: [ῡ], -ατος, τό (θυμόω), οργή, πάθος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θύ¯μωμα, ατος, τό, θυμόω
wrath, passion, Aesch.