Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλεγέθω

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγέθω Medium diacritics: φλεγέθω Low diacritics: φλεγέθω Capitals: ΦΛΕΓΕΘΩ
Transliteration A: phlegéthō Transliteration B: phlegethō Transliteration C: flegetho Beta Code: flege/qw

English (LSJ)

poet. form of φλέγω, only pres.: I trans., scorch, burn up, πῦρ πόλιν φλεγέθει Il.17.738:—Pass., ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί 23.197. II intr., blaze, flare up, πυρὶ φλεγέθοντι 21.358, cf. Orph.Fr.194; πυρσοί τε φλεγέθουσι Il.18.211; κεραυνοῦ φλεγέθοντος Hes.Th.[846]; [Ἅλιος] λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.Tr.99 (lyr.), cf. E.Ph.169 (lyr.): metaph., blaze forth, shine, A.Supp.88 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1290] poet. Nebenform von φλέγω, nur im praes. gebräuchlich, – a) trans. brennen, sengen, verbrennen, in Brand setzen, πῦρ πόλιν φλεγέθει Il. 17, 738, u. pass., ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί 23, 197. – b) intrans. brennen, in Feuer stehen; Il. 18, 211. 21, 328; Hes. Th. 846; πάντα τ οι φλεγέθει κἀν σκότῳ Aesch. Suppl. 87; ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Soph. Trach. 99, von der Sonne, wie Eur. Phoen. 172.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. Act. et Pass;
1 tr. allumer une flamme ; brûler, consumer, acc.;
2 intr. être enflammé ; brûler, être ardent.
Étymologie: φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

φλεγέθω:
1) сжигать (πόλιν Hom.); pass. сгорать (πυρί Hom.);
2) гореть, сверкать (πῦρ φλεγέθει Hom.): φλεγέθων βολαῖς ἁλίου Eur. сияющий лучами солнца; φ. κἀν σκότῳ Aesch. светить и во тьме.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγέθω: ποιητ. τύπος τοῦ φλέγω, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστῶτι· Ι. μεταβ., καίω, κατακαίω, καταφλέγω, πῦρ πόλιν φλεγέθει Ἰλ. Ρ. 738 ― Παθ., ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροὶ Ψ. 197. ΙΙ. ἀμετάβ., καίομαι, φλέγομαι, ἀναδίδω φλόγας, πυρὶ φλεγέθοντι Φ. 358· πυρσοί τε φλεγέθουσι Σ. 211· ἐπὶ κεραυνοῦ, κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος Ἡσ. Θεογ. 846· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τραχ. 99, Εὐρ. Φοίν. 169· μεταφ., ἀναλάμπω, λάμπω, Αἰσχύλ. Ἱκ. 87.

English (Autenrieth)

pass. opt. 3 pl. φλεγεθοίατο: parallel form of φλέγω, blaze, glow; trans., burn up, consume, Il. 17.738, Il. 23.197. (Il.)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. (μτβ.) καταφλέγω> κατακαίω («πῦρ πόλιν φλεγέθει», Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) α) φλέγομαι, καίγομαι («πυρσοί τε φλεγέθουσι», Ομ. Ιλ.)
β) (κυριολ. και μτφ.) λάμπω, αστράφτω (α. «κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος», Ησίοδ.
β. «Διὸς ἵμερος... παντᾶ τοι φλεγέθει κἀν σκότῳ μελαίνᾳ ξὺν τύχᾳ μερόπεσσι λαοῖς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. ο οποίος απαντά μόνο στον ενεστ. και έχει σχηματιστεί από τη ρίζα του ρ. φλέγω με το ενεστωτικό επίθημα -έ-θω, που δηλώνει εμφαντικά το τέλος της πράξης (πρβλ. θαλ-έ-θω: θάλλω, τελ-έθω: τέλομαι)].

Greek Monotonic

φλεγέθω: ποιητ. τύπος του φλέγω, μόνο σε ενεστ.
I. μτβ., καίω, καψαλίζω, κατακαίω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, στο ίδ.
II. αμτβ., καίγομαι, φλέγομαι, λέγεται για τη φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον ήλιο, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

φλεγέθω, [poetic form of φλέγω only in pres.]
I. trans. to burn, scorch, burn up, Il.:—Pass., ὄφρα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί Il.
II. intr. to blaze, flare up, of fire, Il.; of the sun, Soph., Eur.