διασκιρτάω
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
leap about, LXX Wi.19.9, Plu.Eum.11, Philostr.Jun. Im.10.
Spanish (DGE)
1 intr., de anim. saltar, dar brincos τοῖς μὲν ὀπισθίοις ... διεσκίρτων σκέλεσι saltaban sobre sus patas traseras de caballos, Plu.Eum.11, cf. Gr.Nyss.M.46.572D, Hippiatr.Cant.1.1
•retozar, triscar ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν LXX Sap.19.9, ὁρᾷς δὲ καὶ διασκιρτῶντα τοῦ ὄρους θρέμματα Philostr.Iun.Im.10.17
•en sent. fig., de pers. saltar, dar saltos de alegría διεσκίρτα τὰ τῷ προστάγματι τοῦ θεοῦ ζωογονηθέντα βοτά Gr.Nyss.Hom.Opif.1, διασκιρτᾷ μου ἡ ψυχὴ βλέπουσα Leont.Mon.Nat.432.
2 tr. voltear, hacer dar vueltas τὸ σῶμα por efecto de la fiebre, Plu.2.501c.
German (Pape)
[Seite 602] aus einander, umher springen, Plut. Eum. 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bondir çà et là.
Étymologie: διά, σκιρτάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σκιρτάω rondspringen.
Russian (Dvoretsky)
διασκιρτάω: подпрыгивать, брыкаться (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).
Greek Monotonic
διασκιρτάω: μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διασκιρτάω: πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ μακράν, Πλούτ. Εὐμ. 11.