τρωπάω

From LSJ
Revision as of 16:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωπάω Medium diacritics: τρωπάω Low diacritics: τρωπάω Capitals: ΤΡΩΠΑΩ
Transliteration A: trōpáō Transliteration B: trōpaō Transliteration C: tropao Beta Code: trwpa/w

English (LSJ)

poet. for τρέπω, turn, change, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, of the nightingale, Od.19.521:—Med., turn oneself, turn about, πάλιν τρωπᾶσθαι Il.16.95; πρὸς πόλιν Od.24.536; φόβονδε Il.15.666; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν 11.568; cf. τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω, Hsch.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tourner, infléchir;
Moy. τρωπάομαι, τρωπῶμαι se tourner pour revenir, se détourner.
Étymologie: τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

τρωπάω: [intens. к τρέπω поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι φόβονδε или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.

Greek (Liddell-Scott)

τρωπάω: ποιητ. ἀντὶ τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, πάλιν τρωπᾶσθαι, «εἰς τοὐπίσω ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε, μηδὲ τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. τροχάω, στροφάω, νωμάω ― Πρβλ. τροπάομαι.

English (Autenrieth)

(τρέπω), part. τρωπῶσα, mid. ipf. τρωπῶντο, iter. τρωπάσκετο: act., change frequently, vary, Od. 19.521; mid., intrans., turn oneself.

Greek Monotonic

τρωπάω: ποιητ. αντί τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω τον τόνο, λέγεται για το αηδόνι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τρωπάω, [Frequent. of τρέπω
to turn constantly, change its notes, of the nightingale, Od.:—Mid. to turn oneself, turn about, Hom.

Frisk Etymology German

τρωπάω: {trōpáō}
See also: s. τρέπω.
Page 2,939

German (Pape)

poet. verstärkt statt τρέπω, drehen, kehren, wenden, verändern; ἥτε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, Od. 19.521, sehr bezeichnend von dem Gesange der Nachtigall;
Med. sich wenden, sich umkehren, πάλιν τρωπᾶσθαι, Il. 16.95; ὁ τὲ δὲ τρωπάσκετο φεύγειν, 11.568; πρὸς δὲ πόλιν τρωπῶντο, Od. 24.536.