εὔδηλος

From LSJ
Revision as of 14:04, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδηλος Medium diacritics: εὔδηλος Low diacritics: εύδηλος Capitals: ΕΥΔΗΛΟΣ
Transliteration A: eúdēlos Transliteration B: eudēlos Transliteration C: eydilos Beta Code: eu)/dhlos

English (LSJ)

ον, quite clear, abundantly manifest, A.Pers.1009 (lyr.), etc.; εὔ. [ἐστὶ] κελεύων may be seen bidding... Ar.Ach.1130 (sed cod. R ἔνδηλος) ; ῥυθμός easily distinguishable, Arist.Pr.882b9; εὔ. γράμματα plainly legible, POxy.1100.3 (iii A.D.); εὔδηλόν [ἐστιν] ὅτιPl.Plt.308d; φιλόσοφός τις εἶ—εὔδηλον Alex.135.11; ἐν εὐδήλῳ [ἐστί] Hp.de Arte9. Adv. -λως Plu. Thes.3.

German (Pape)

[Seite 1061] sehr sichtbar, wohl in die Augen fallend, πεπλήγμεθ', εὔδηλα γάρ, Aesch. Pers. 970; εὔδηλον ὅτι Plat. Polit. 308 d, wie Rep. IV, 491 c u. Folgde, Xen. Hell. 6, 1, 8; – c. partic., wie das simpl., Ar. Ach. 1130. – Adv. εὐδήλως, Plut. Thes. 3 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait visible.
Étymologie: εὖ, δῆλος.

Russian (Dvoretsky)

εὔδηλος:
1 ясно видимый, заметный Aesch.: εὔ. γέρων κλάειν κελεύων Λάμαχον Arph. вот он, старик, доводящий до слез (т. е. до бешенства) Ламаха;
2 ясный, очевидный: εὔδηλόν ἐστιν, ὅτι … Xen., Plat., Plut. ясно, что ….

Greek (Liddell-Scott)

εὔδηλος: -ον, ἐντελῶς φανερός, κατάδηλος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1009, κλ.· εὔδηλός ἐστι ποιῶν, εἶναι καταφανὴς τοῖς πᾶσι ποιῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1130· εὔδηλόν ἐστιν ὅτι... Πλάτ. Πολιτικ. 308D· φιλόσοφός τις εἶ ― εὔδηλον Ἄλεξις ἐν «Λίνῳ» 1. 11· ἐν εὐδήλῳ ἐστί Ἱππ. 6. 3· ἴδε ἐν λ. δῆλος. ― Ἐπίρ. -λως Πλουτ. Θησ. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔδηλος, -ον)
ο εντελώς φανερός, ο ολοφάνερος («εὔδηλόν ἐστί ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι...)
αρχ.
ευδιάκριτοςεὔδηλος ρυθμός», Αριστοτ.)
(«εὔδηλα γράμματα» — ευανάγνωστα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δήλος «φανερός»].

Greek Monotonic

εὔδηλος: -ον, ξεκάθαρος, πασίδηλος, ολοφάνερος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εὔδηλός (ἐστι) ποιῶν, είναι ολοφάνερο σ' όλους αυτό που κάνει, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

εὔ-δηλος, ον
quite clear, manifest, Aesch., etc.: εὔδηλός [ἐστι] ποιῶν all may see him doing, Ar.

English (Woodhouse)

clear, evident, manifest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)