ἀτάρακτος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, A not disturbed, uniform, περίοδοι Pl.Ti.47c. II not disturbed, without confusion, steady, of soldiers, X.Cyr.2.1.31: generally, quiet, Id.Eq.7.10 (Sup.). Adv. Sup. -ότατα Id.Eq.Mag.2.1. III not excited, calm, Arist.HA 630b12: Comp., M.Ant.4.24; of the sea, prob. in Arist.Pr.944b23. Adv. -τως, ζῆν Phld.Herc.1003.
Spanish (DGE)
-ον
I 1disciplinado en el ejército, X.Cyr.2.1.31, neutr. sup. plu. como adv. ῥᾷστα καὶ ἀταρακτότατα ὁδοὺς πορεύσονται X.Eq.Mag.2.1.
2 no agitado, tranquilo de un anim., por op. al que es acosado y perseguido, Arist.HA 630b12, neutr. subst. τὸ ἀ. Arist.Pr.944b23
•fig. no alterado, inmutable, uniforme αἱ ἐν οὐρανῷ ... τοῦ νοῦ περίοδοι Pl.Ti.47c, cf. Poll.5.169
•de pers. impasible, tranquilo, no perturbado ὁ δίκαιος ἀταρακτότατος Epicur.Sent.[5] 17, cf. Fr.[37] 29.2, M.Ant.4.24
•neutr. compar. como adv. ἥδιον βιώσονται καὶ ἀταρακτότερον Plu.2.1104b.
3 que no causa alteración τοῦτο γὰρ ἀταρακτότατον X.Eq.7.10.
II adv. -ως
1 sin desorden en el ejército τὸ μέτωπον δὲ οὕτω μηκύνοιεν ἂν τῆς τάξεως ἀταράκτως X.Eq.Mag.4.10.
2 sin perturbación ζῆν ἀταράκτως Phld.Log.Libr.p.572, ἀταράκτως ... διαβιῶναι M.Ant.12.3.
German (Pape)
[Seite 383] nicht verwirrt, nicht beunruhigt, unerschütterlich, Plat. Tim. 47 c Xen. Cyr. 2, 1, 31; von keiner Leidenschaft bewegt, ἀταρακτότερος M. Anton. 4, 24; nicht beunruhigend, Xen. de re equ. 7, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non troublé ; sans désordre, sans confusion (troupe de soldats).
Étymologie: ἀ, ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτάρακτος: (τᾰ)
1 не приведенный в замешательство, хладнокровный, непоколебимый (στρατιωτικοί Xen.);
2 астр. ничем не возмущаемый (αἱ ἐν οὐρανῷ περιφοραί Plat.);
3 невозмутимый, спокойный Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάρακτος: -ον, ὁ μὴ τεταραγμένος, ἀεὶ ὅμοιος, περιφοραὶ Πλάτ. Τίμ. 47C. ΙΙ. ὁ μὴ ταραχθείς, ὁ μὴ εἰς σύγχυσιν περιπεσών, εὐσταθής, περὶ τῶν ἀμφὶ τὸ στράτευμα ὑπηρετῶν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 31· οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ. ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 2, 1 (ἐν τῷ ὑπερθ. -ότατα): καθόλου, ἄνευ ταραχῆς, ἥσυχος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 7, 10. ΙΙΙ. ὁ μὴ ὑπὸ πάθους διαταραχθείς, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 7: ἀπαθής Μ. Ἀντων. 4. 24.
Greek Monolingual
και ατάραχος και ατάραγος, -η, -ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, -ον)
ήρεμος, γαλήνιος
νεοελλ.
1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει
2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής
αρχ.
1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός
2. αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ατάρακτος και ατάραγος < α- στερ. + ταράσσω, ενώ ο τ. ατάραχος < α- στερ. + -ταραχος < ταραχή < ταράσσω.
Greek Monotonic
ἀτάρακτος: -ον (ταράσσω), αυτός που δεν διακόπτεται, χωρίς ταραχή, αμετακίνητος, για στρατιώτες, σε Ξεν.
Middle Liddell
ταράσσω
not disturbed, without confusion, steady, of soldiers, Xen.