καρπάλιμος

From LSJ
Revision as of 18:07, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπάλῐμος Medium diacritics: καρπάλιμος Low diacritics: καρπάλιμος Capitals: ΚΑΡΠΑΛΙΜΟΣ
Transliteration A: karpálimos Transliteration B: karpalimos Transliteration C: karpalimos Beta Code: karpa/limos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, (κάλπη A) Ep. Adj.
A swift, πόδες Il.16.342, 809, A.R.3.280, cf. Ar.Th.957 (lyr.): more freq. in Adv. καρπαλίμως = swiftly, Il. 1.359, etc.
2 eager, ravenous, γένυες Pi.P.12.20.

German (Pape)

[Seite 1328] (ἁρπάλιμος, von ἁρπάζω), reißend schnell; ποσὶ καρπαλίμοις Il. 16, 342. 809. 22, 166; Ar. Th. 957 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 280. – Bei Pind. P. 12, 20 wird ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων vom Schol. ἰσχυρῶν erkl., ist aber = ἁρπάλιμος zu nehmen. – Adv. καρπαλίμως, schnell, Il. 2, 17. 3, 117 Od. 2, 406 u. sonst, wie Ap. Rh. 3, 450.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prompt, agile, rapide.
Étymologie: R. Καρπ, être rapide, cf. κραιπνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρπάλιμος -ον [~ κάλπη: draf] ep. vlug, snel; vooral adv. καρπαλίμως.

Russian (Dvoretsky)

καρπάλιμος: (πᾰ)
1 быстрый, резвый, стремительный (πόδες Hom., Arph.);
2 дрожащий или стучащий (от боли) (γένυες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

καρπάλῐμος: -ον, (ἴδε ἐν λ. κραιπνός)· - Ἐπίκ. ἐπίθ., ταχύς, Λατ. rapidus, ἐπίθετον τῶν ποδῶν, Ἰλ. ΙΙ. 342, 809, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 280· οὕτω παρ' Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 957 (Λυρ.):- Ἀλλ᾽ ὁ Ὅμ. πολλῷ συνηθέστερον ἔχει τὸ Ἐπίρρ. καρπαλίμως, ταχέως, ὁρμητικῶς, Ἰλ. Α. 359, κτλ. 2) παρὰ Πινδ. ΙΙ. 12. 35, γένυες καρπ., πρόθυμοι σιαγόνες.

English (Autenrieth)

(cf. κραιπνός): swift. —Adv., καρπαλίμως, swiftly, speedily, quickly.

English (Slater)

καρπᾰλῐμος swift ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (θυιϝερινγ Gildersleeve: ἰσχυρῶν Σ.) (P. 12.20)

Greek Monolingual

καρπάλιμος, -ον (Α)
1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.)
2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων» — από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.).
επίρρ...
καρπαλίμως (Α)
ταχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ. καλπάλιμος < κάλπη «καλπασμός, τρέξιμο» + κατάλ. -άλιμος (πρβλ. ειδάλιμος, κυδάλιμος). Κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από καρπός (II) «καρπός χεριού» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huerban «στρίβω»].

Greek Monotonic

καρπάλῐμος: -ον (βλ. κραιπνός),
1. γρήγορος, ταχύς, Λατ. rapidus, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -μως, γρήγορα, αστραπιαία, στο ίδ.
2. σε Πίνδ., γέννες κ., πρόθυμα σαγόνια.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: swift, eager (Il., h. Merc. 225, Ar. Th. 957 [lyr.], A. R.), adjunct of πόδες, of γένυες (Pi. P. 12, 20); adv. καρπαλίμως (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the formation Arbenz Die Adj. auf -ιμος 28f. - Unknown. By Schrader KZ 30, 473 as "handy" connected with καρπός root of the hand with further connection with OHG hwerban turn etc., s. 2. καρπός. Solmsen KZ 30, 602 does not connect καρπός, and starts directly from the meaning turn. Others, e. g. L. Meyer and Bechtel (s. Lex. s. v.), see the basis in κάλπη trot (with dissimilation). A first syllable καρπ- can hardly be of IE origin.

Middle Liddell

καρπάλῐμος, ον [v. κραιπνός
1. swift, Lat. rapidus, Il.: adv. -μως, swiftly, rapidly, Il.
2. in Pind., γένυες κ. eager jaws.

Frisk Etymology German

καρπάλιμος: {karpálimos}
Forms: Adv. καρπαλίμως (ep. poet. seit Il.).
Meaning: Beiwort von πόδες schnell, hurtig, eilig (Il., h. Merc. 225, Ar. Th. 957 [lyr.], A. R.), von γένυες (Pi. P. 12, 20);
Etymology: Zur Bildung Arbenz Die Adj. auf -ιμος 28f. — Nicht sicher erklärt. Von Schrader KZ 30, 473 (mit Grassmann, Curtius u. A.) als "behend" auf καρπός Handwurzel bezogen mit weiterem Anschluß an ahd. hwerban drehen usw., s. 2. καρπός. Solmsen KZ 30, 602 verzichtet auf die Anknüpfung an καρπός, geht also direkt von der Bedeutung drehen aus. Andere, z. B. L. Meyer und Bechtel (s. Lex. s. v.), wollen in κάλπη Trab (mit Dissimilation) das Grundwort sehen.
Page 1,791