προσρέω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
aor. Pass. προσερρύην (v. infr.), A flow towards a point, stream in, assemble, Hdt.1.62; steal or creep towards, τινὸς προσρυέντος τῇ τραπέζῃ Plu.2.760a; also, rush up to, αὐτῷ προσρυεις Id.Brut.16, cf. Parth.7.1, Luc.Am.8, Philostr.VS2.30. II Med., ὅταν γυνὴ κύουσα προσρέηται has losses, Hp.Superf.42.
German (Pape)
[Seite 779] (s. ῥέω), hinzufließen, Sp. – Auch von einer Menschenmenge, zusammenströmen, -kommen, Her. 1, 62; von einem Einzelnen, τῶν οἰκετῶν τινος προσρυέντος ἔξωθεν τῇ τραπέζῃ, Plut. amator. 16, da er gegen den Tisch lief; auch zufließen, zukommen, zu Theil werden, Sp.
French (Bailly abrégé)
couler vers, d'où
1 affluer;
2 se glisser vers, τινι.
Étymologie: πρός, ῥέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ρέω toestromen, toesnellen.
Russian (Dvoretsky)
προσρέω:
1 досл. притекать, перен. стекаться, приходить толпами (ἐκ τῶν δήμων Her.);
2 подходить, приходить, прибегать (τινι Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
προσρέω: (ἴδε ῥέω) ῥέω πρός τι σημεῖον, «χύνομαι», συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62· - ἕρπω πρός, πλησιάζω πρός..., τῇ τραπέζῃ Πλούτ. 2. 760Α· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁρμῶ πρός..., προσρυεὶς αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 16, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτας 8, Φιλόστρ. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «(προσρέουσι)· προσέρχονται» καὶ «προσρυέντων· προσελθόντων».
Greek Monolingual
ΜΑ
ορμώ σε κάποιον
αρχ.
1. (για πλήθος ανθρώπων) συνέρχομαι, συναθροίζομαι
2. τρέχω προς κάποιον ή πλησιάζω κάτι.
Greek Monotonic
προσρέω: μέλ. -ρεύσομαι, Παθ. αόρ. βʹ -ερρύην·
1. ρέω προς κάποιο σημείο, χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ.
2. έρπω, πλησιάζω προς, τινί, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. -ρεύσομαι aor2 pass. -ερρύην
1. to flow towards a point, to stream in, assemble, Hdt.
2. to rush up to, τινί Plut.