ποταμοφόρητος
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
ον, carried away by a river, Apoc.12.15, PMag.Par.1.876, Cyran.39; γῆ π. PStrassb.5.10 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 688] vom Flusse getragen, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
emporté par le fleuve.
Étymologie: ποταμός, φορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμοφόρητος -ον [ποταμός, φορέω] door de rivier meegevoerd
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμοφόρητος: уносимый течением реки NT.
Spanish
English (Strong)
from ποταμός and a derivative of φορέω; river-borne, i.e. overwhelmed by a stream: carried away of the flood.
English (Thayer)
ποταμοφορητου, ὁ (ποταμός and φορέω; like ἀνεμοφορητος (cf. Winer's Grammar, 100 (94))), carried away by a stream (i. e. whelmed, drowned in the waters): Hesychius under the word ἀπόερσε.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα του ποταμού
2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» — προσχωσιγενής περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσι-φόρητος].
Greek Monotonic
ποτᾰμοφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται μακριά από τον ποταμό, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμοφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.
Middle Liddell
ποτᾰμο-φόρητος, ον,
carried away by a river, NTest.
Chinese
原文音譯:potamofÒrhtoj 坡他摩-賀雷拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:飲-攜帶(的)
字義溯源:河流沖去,沖去;由(ποταμός)*=河流)與(φορέω)=有負擔,帶)組成;其中 (φορέω)出自(φόρος)=負擔),而 (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 沖去(1) 啓12:15
Léxico de magia
-ον llevado por el río de Osiris ἐλθέ μοι, ὁ γενάμενος Ἑσιῆς καὶ π., ἔμπνευσον τῷ δεῖνα ἀνθρώπῳ ἢ παιδί ven a mí, el nacido Hesies y llevado por el río, inspira al hombre o muchacho tal P IV 876