σπουδαρχιάω

From LSJ
Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαρχιάω Medium diacritics: σπουδαρχιάω Low diacritics: σπουδαρχιάω Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΙΑΩ
Transliteration A: spoudarchiáō Transliteration B: spoudarchiaō Transliteration C: spoudarchiao Beta Code: spoudarxia/w

English (LSJ)

to be eager for offices of state, canvass for them, Arist.Pol.1305a31, D.C.36.39, 55.5, Them.Or.18.224a.

German (Pape)

[Seite 925] nach Aemtern od. Ehrenstellen lüstern sein, wie σπουδαρχέω; Arist. pol. 5, 5; D. C. 36, 22, vgl. Suid.; Lob. Phryn. 81.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. σπουδαρχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαρχιάω [σπουδή, ἄρχω] (ziekelijk) een politieke loopbaan nastreven, stemmen werven.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαρχιάω: домогаться государственных должностей Arst.

Greek Monotonic

σπουδαρχιάω: ενεργώ, πασχίζω για την κατάληψη δημοσίου αξιώματος, θεσιθηρώ, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαρχιάω: εἶμαι πρόθυμος εἰς ἀπόκτησιν ἀξιώματός τινος πολιτικοῦ ἢ δημοσίας θέσεως, δραστηρίως πρὸς τοῦτο ἐνεργῶ, θεσιθηρῶ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 10, Δίων Κ. 36. 22., 55. 5, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 81.

Middle Liddell

σπουδαρχιάω, [from σπουδάρχης
to canvass for office, Arist.