ἐπείσοδος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ἡ, coming in besides, approach, S.OC730, Fr.273; entrance from without, Epicur.Nat.21 G., Placit. 4.22.1; ἀέρος ψυχροῦ Orib.Fr.38; ἀθέων λογισμῶν Ph.1.76.
German (Pape)
[Seite 912] ἡ, das Dazukommen, die Dazwischenkunft, Soph. O. C. 734 u. Sp., wie Plut. – Bei Tzetz. = ἐπεισόδιον.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 intervention;
2 action de s'introduire.
Étymologie: ἐπί, εἴσοδος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπείσοδος: ἡ
1 приход, появление (ἡ ἐμὴ ἐ. Soph.);
2 вхождение, проникновение (τοῦ ἐκτὸς ἀερώδους εἴς τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπείσοδος: ἡ, ἐπέλευσις, ἔλευσις, Σοφ. Ο. Κ. 730, Ἀποσπ. 259, Πλούτ. 2. 903D.
Greek Monolingual
ἐπείσοδος, η (AM) είσοδος
μσν.
επεισόδιο
αρχ.
προσέγγιση, προσέλευση.
Greek Monotonic
ἐπείσοδος: ἡ, έλευση, ερχομός, είσοδος, μπάσιμο, σε Σοφ.