τριγέρων
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, triply old, i. e. very old, τ. μῦθος τάδε φωνεῖ 'tis a thrice-told tale, A.Ch.314 (anap.); τ. Νέστωρ AP7.144, cf. 157.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ, ἡ)
trois fois vieux, très vieux.
Étymologie: τρίς, γέρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριγέρων -οντος [τρι -, γέρων] adj., driedubbel oud, oeroud.
German (Pape)
οντος, dreifacher Greis, d.i. sehr alt; μῦθος Aesch. Ch. 312; sp.D.
Russian (Dvoretsky)
τρῐγέρων: οντος adj. трижды, т. е. весьма старый, древний (μῦθος Aesch.; Νέστωρ Anth.).
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για πράγματα) πολύ παλαιός, παμπάλαιος (α. «τριγέρων μῡθος τάδε φωνεῖ», Αισχύλ.
β. «τριγέρων οἶνος», Ευστ.)
αρχ.
(για πρόσ.) πολύ γέρος, υπέργηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + γέρων.
Greek Monotonic
τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή παλιός, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, παμπάλαιος μύθος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, τριπλασίως γέρων ἢ τρὶς γέρων, δηλ. ὑπεργήρως, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, μῦθος τρὶς ἢ πολλάκις λεχθείς, παμπάλαιος, Αἰσχύλ. Χο. 314˙ τρ. Νέστωρ Ἀνθ. Π. 7, 144, πρβλ. 157˙ οἶνος Εὐστ. Πονήμ. 304. 70.
Middle Liddell
τρῐ-γέρων, οντος, [from τρῐγένεια]
triply old, τρ. μῦθος τάδε φωνεῖ 'tis a thrice-told tale, Aesch.