εὐπρυμνής
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ές, well-steering, well-governing, εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν A.Supp.989 (s.v.l.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
pê qui a le vent en poupe, càd au vent propice ; fig. qui vogue sûrement ; ferme, inébranlable.
Étymologie: εὖ, πρύμνα.
German (Pape)
ές, = εὔπρυμνος, χάρις, wohl gesichert, Aesch. Suppl. 967, l.d.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρυμνής: досл. с крепкой кормой, перен. прочный, непоколебимый (χάρις Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρυμνής: -ές, καλῶς διευθύνων (τὸ πλοῖον), καλῶς κυβερνῶν, τυγχάνοντος εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989· ὁ Paley ἐξέδωκε: τυγχάνοντα πρευμενῆ φρενὸς χάριν, ὁ Sidgwich: τυγχάνοντας ἐκ πρυμνῆς φρενὸς χάριν, καὶ ἄλλοι ἄλλως.
Greek Monolingual
εὐπρυμνής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά καλά, αυτός που κρατάει το πηδάλιο καλά («εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρύμνη.