κρακτικός
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ή, όν, (κράζω) noisy, Luc. Gall.4, Sch.Ar.V.34, cj. in Tz. ad Hes. Op.744: Sup. -ώτατος Luc.Symp.12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
criard;
Sp. κρακτικώτατος.
Étymologie: κράζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.
German (Pape)
zum Schreien geneigt, gern und viel schreiend; Schol. Ar. Vesp. 34 und andere Spätere; κρακτικώτατος κυνικῶν ἁπάντων, der größte Schreier unter den Zynikern, Luc. Conv. 12.
Russian (Dvoretsky)
κρακτικός: крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v.l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κρακτικός: -ή, -όν, (κράζω) θορυβώδης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.
Greek Monolingual
κρακτικός, -ή, -όν (Α) κράκτης
θορυβώδης («λάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.).