δίψιος

From LSJ
Revision as of 12:01, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίψιος Medium diacritics: δίψιος Low diacritics: δίψιος Capitals: ΔΙΨΙΟΣ
Transliteration A: dípsios Transliteration B: dipsios Transliteration C: dipsios Beta Code: di/yios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον A.Ch. 185, Nic.Th.147: (δίψα):—A thirsty, and of things, dry, parched, δ. κόνις A.Ag.495, S.Ant.246; χθών E.Alc.560; πῦρ θεοῦ Id.Rh.417; ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσι σταγόνες, perhaps tears checked in their flow, A.Ch.185; δίψιον, expld. by βεβλαμμένον, S.Fr.296, by βλαπτικόν, Hsch.; cf. δῖψαι. II causing thirst, ὕδατα Hermipp. ap. J.Ap.1.22; δ. σήψ Nic.Th.147; cf. διψάς ΙΙ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον A.Ch.185, Opp.H.3.47, Nonn.D.38.361]
I 1 seco κόνις A.A.495, S.Ant.246, 429, χθών E.Alc.560, ὥρα Opp.l.c., Λίβυς Nonn.D.31.14.
2 que produce sed διψίων ὑδάτων ἀπέχεσθαι Hermipp.Hist.22, σήψ Nic.Th.147, ὕδωρ Nonn.D.15.13, 27.186.
3 que reseca, ardiente ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες = brotan de mis ojos gotas ardientes A.l.c., πῦρ θεοῦ E.Rh.417, δ. Κύων = la constelación del Perro que seca e.d. la Canícula, Nonn.D.1.237, cf. l.c.
II 1 herido, castigado S.Fr.296.
2 dañino Hsch.
• Diccionario Micénico: di-pi-si-jo.

German (Pape)

[Seite 647] α, ον (auch 2 Endungen, Nic. Th. 147), durstig. Gew. übertr. von leblosen Dingen, dürr, trocken; κόνις Aesch. Ag. 481; Soph. Ant. 426; χθών Eur. Alc. 563; δίψιον πῦρ θεοῦ, Hitze, Rhes 417; Aesch. sagt ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες Ch. 183, wo man unnöthig διψίων geändert hat, auch nicht an Hes. Glosse δίψιον, βλαπτικόν zu denken braucht; δ. σήψ Nic. Th. 147 = διψάς, Schlange.

French (Bailly abrégé)

α ou ας, ον :
qui a soif, altéré ; desséché.
Étymologie: δίψα.

Russian (Dvoretsky)

δίψιος: и
1 томящийся жаждой, т. е. высохший, сухой (κόνις Aesch., Soph.; χθών Eur.);
2 иссушающий (πῦρ θεοῦ Eur.; ἐξ ὀμμάτων σταγόνες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίψιος: -α, -ον, καὶ ος, ον Αἰσχύλ. Χο. 185, Νίκ. Θ. 147· (δίψα)· ― διψασμένος, διψαλέος, καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ξηρός, ἄνυδρος, διψία κόνις Αἰσχύλ. Ἀγ. 495, Σοφ. Ἀντ. 246, 249· χθὼν Εὐρ. Ἀλκ. 563· ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 185, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσι σταγόνες δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἐκ τοῦ Ἀγ. 887 (πρβλ. Blomf. ἐν τόπῳ, καὶ ἴδε πολυδίψιος), ἐνῷ ὁ Herm. ἑρμηνεύει: plenae desiderii, ποθειναί. ΙΙ. ὁ δίψαν προξενῶν, δ. σὴψ Νίκ. Θ. 147, πρβλ. διψὰς ΙΙ· καὶ τὸ δίψιος ἀναφέρεται ὡς = βλαβερὸς ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 279).

Greek Monolingual

-ία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. διψασμένος
2. (για πράγμ.) ξερός, άνυδρος
3. αυτός που προκαλεί δίψα.

Greek Monotonic

δίψιος: -α, -ον και -ος, -ον (δίψα), αυτός που διψά, διψασμένος, λέγεται και για πράγματα, ξηρός, άνυδρος, στεγνός, σε Τραγ.

Middle Liddell

adj adj δίψα
thirsty, athirst, and of things, thirsty, dry, parched, Trag.

English (Woodhouse)

hot, thirsty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)