λημάω

From LSJ
Revision as of 12:42, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημάω Medium diacritics: λημάω Low diacritics: λημάω Capitals: ΛΗΜΑΩ
Transliteration A: lēmáō Transliteration B: lēmaō Transliteration C: limao Beta Code: lhma/w

English (LSJ)

only pres., (λήμη) to be bleared, of the eyes, Hp.Prorrh. 2.18; to be blear-eyed or purblind, λημᾶν κολοκύνταις to have one's eyes running pumpkins, Ar.Nu.327, cf. Hsch.; λ. καὶ ἀμβλυώττειν Luc.Tim.2, etc.: metaph., Κρονικαῖς λήμαις λ. τὰς φρένας Ar.Pl. 581.

German (Pape)

[Seite 39] thränende Augen haben, triefäugig sein, ὀφθαλμοὶ λημῶντες, Hippocr.; λημᾷς κολοκύνταις, Unreinigkeiten so groß wie Kürbisse in den Augen haben, so daß man vor ihnen nicht sehen kann, Ar. Nubb. 327, vgl. Plut. 581; λημᾷς καὶ ἀμβλυώττεις vrbdt Luc. Tim. 2, vgl. D. Hort. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
avoir les yeux chassieux, d'où faibles.
Étymologie: λήμη.

Russian (Dvoretsky)

λημάω: (только praes.) страдать гноетечением из глаз (λ. καὶ ἀμβλυώττειν Luc.): λ. κολοκύνταις Arph. иметь (чуть ли не) тыквами засоренные глаза, т. е. решительно ничего не видеть; λ. τὰς φρένας Arph. иметь затуманенный разум.

Greek (Liddell-Scott)

λημάω: μόνον κατ’ ἐνεστ.· (λήμη)· - ἔχω λήμην (τσίμπλαν), ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προρρ. 101· εἶμαι τσιμπλιάρης, σχεδὸν τυφλός, μύωψ, κοντόφθαλμος, λημῶ κολοκύνταις, ἔχω «τσίμπλαις» ὡς κολοκύνθας τὸ μέγεθος (οὕτως ὁ Σαιξπῆρος ῾high-gravel-blind᾿), Ἀριστοφ. Νεφ. 327· λ. καὶ ἀμβλυώττειν Λουκ. Τίμων 2, κτλ.· μεταφ., λ. τὰς φρένας Ἀριστοφ. Πλ. 581· - ἴδε ὡσαύτως χύτρα Ι. 3.

Greek Monotonic

λημάω: μόνο στον ενεστ., έχω τσίμπλες στα μάτια μου ή έχω θολό βλέμμα, λημᾶν κολοκύνταις, έχει τσίμπλες στα μάτια του ίσες στο μέγεθος με κολοκύθα, σε Αριστοφ.· μεταφ., λημᾶν τὰς φρένας, στον ίδ.

Middle Liddell

λημάω,
to be blear-eyed or purblind, λημᾶν κολοκύνταις to have one's eyes running pumpkins, Ar.: metaph., λημᾶν τὰς φρένας Ar. only in pres.] [from λήμη