τυρεύω

From LSJ
Revision as of 12:47, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι qch" to "τι qch")

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρεύω Medium diacritics: τυρεύω Low diacritics: τυρεύω Capitals: ΤΥΡΕΥΩ
Transliteration A: tyreúō Transliteration B: tyreuō Transliteration C: tyreyo Beta Code: tureu/w

English (LSJ)

(τυρός) A like τυρόω, make cheese, make into cheese, Com.Adesp.1173:—Pass., τυρεύεται τὸ γάλα Arist.HA522b2: impers., τυρεύεται cheese is made, ib.521b30. II metaph. (cf. τυρόω 1.2), mix up cunningly, contrive by trickery and intrigue, κακόν τινι τ. Luc.Asin.31, cf. Nic.Dam.136.6J., Adam.1.3,17: abs., concoct mischief, D.19.295:—Pass., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλή Ph. 2.66.

German (Pape)

[Seite 1164] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.

French (Bailly abrégé)

remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; fig. machiner, comploter : τινί τι qch contre qqn.
Étymologie: τυρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυρεύω [τυρός] kaas maken; overdr. intrigeren, bekokstoven; met acc.: κακόν τινι τυρεύειν iets slechts bekokstoven Luc. 39.31.

Russian (Dvoretsky)

τῡρεύω:
1 приготовлять сыр или творог: τὸ γάλα τυρεύεται Arst. молоко створаживается;
2 мутить, скандалить, вызывать беспорядки Dem.;
3 придумывать, подстраивать (κακὸν μέγα τινί Luc.).

Greek Monolingual

ΜΑ τυρός
μτφ. (με κακή σημ.) επινοώ τεχνάσματα, μηχανεύομαι (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ.
β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», Λουκιαν.)
μσν.
(με απρμφ.) μτφ. ραδιουργώ αποσκοπώντας σε κάτι («εἰ ἄμυναν ἐκεῖνος μελετᾱ καὶ τίσασται τυρεύει καὶ κακὸν ἀνταποδοῦν αι κακοῦ», Ευστ.)
αρχ.
1. παρασκευάζω, πήζω τυρί («τυρεύεται τὸ γάλα», Αριστοτ.)
2. (κυριολ. και μτφ.) αναμιγνύω, ανακατεύω («τυρεύειν
κυκᾱν, και ταράττειν», Ησύχ.).

Greek Monotonic

τῡρεύω: μέλ. τυρεύσω (τυρός), · πήζω το γάλα και φτιάχνω τυρί· μεταφ., συγχέω τα πάντα, «τα κάνω θάλασσα», σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρεύω: μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ τυρόω, πηγνύω τὸ γάλα καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. τυρέω. - Παθ., τυρεύεται τὸ γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται αὐτόθι 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, κατασκευάζω μᾶζαν ἢ μῖγμα ἔκ τινος, συγχέω, συνταράττω, ὡς τὸ τυρβάζω, καὶ κυκάω, Δημ. 436. 5· πρβλ. τυρόω Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.

Middle Liddell

τῡρεύω, fut. -εύσω τυρός
to make cheese:—metaph. to make a mess of anything, Dem.