ὑποπίμπρημι

From LSJ
Revision as of 17:35, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπίμπρημι Medium diacritics: ὑποπίμπρημι Low diacritics: υποπίμπρημι Capitals: ΥΠΟΠΙΜΠΡΗΜΙ
Transliteration A: hypopímprēmi Transliteration B: hypopimprēmi Transliteration C: ypopimprimi Beta Code: u(popi/mprhmi

English (LSJ)

aor. 1 -έπρησα (the only tense in Hdt.):—A set fire to, (ὕλην) Hdt.2.107; [τὰ φρύγανα] Id.4.69; ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ar.Lys.348 (lyr.); the pres. also in Plu.Nic.16, Dio44. 2 burn as on a funeral-pyre, τινας Hdt.2.111, 3.45.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πίμπρημι), von unten od. allmälig anzünden; Ar. Lys. 348 im conj. praes.; aor., bei Her. 2, 107. 111.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποπρήσω, ao. ὑπέπρησα, etc.
1 mettre le feu sous, acc.;
2 brûler peu à peu fig.
Étymologie: ὑπό, πίμπρημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπίμπρημι:
1 поджигать (τὴν ὕλην Her.; τὰς ἕδρας Arph.);
2 сжигать (ὑποπρῆσαί τινας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπίμπρημι: μέλλ. -πρήσω· ἀόρ. α΄ -έπρησα (ὡς ἀεὶ παρ’ Ἡροδ.)· - ἐμβάλλω πῦρ κάτωθεν, πυρπολῶ, ἀνάπτω τι κάτωθεν, τὴν ὕλην Ἡρόδ. 2. 107· τὰ φρύγανα ὁ αὐτ. 4. 69· ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ἀριστοφ. Λυσ. 348· ὁ ἐνεστ. ὡσαύτως ἐν Πλουτ. Νικ. 16, καὶ παρὰ Δίωνι 44. 2) καίω ὡς ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, ὑποπρῆσαι πάσας (δηλ. τὰς γυναῖκας) σὺν αὐτῇ τῇ πόλει Ἡρόδ. 2. 111., 3. 45.

Greek Monolingual

Α
βάζω φωτιά σε κάτι, πυρπολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πίμπρημι «καίω, πυρπολώ»].

Greek Monotonic

ὑποπίμπρημι: μέλ. -πρήσω, αόρ. αʹ -έπρησα,
I. 1. ανάβω φωτιά κάτω από, τὴν ὕλην, σε Ηρόδ.
2. καίω όπως πάνω σε νεκρική πυρά, τινάς, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -πρήσω aor1 -έπρησα
1. to set on fire below, τὴν ὕλην Hdt.
2. to burn as on a funeral-pyre, τινάς Hdt.