ἀλαζονία

From LSJ
Revision as of 13:46, 1 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "German: Prahlen, Prahlerei, Angeben, Angabe;" to "German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, [[καυχησιολογία...)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

German (Pape)

[Seite 88] ἡ, sp. poet, für ἀλαζονεία, Or. Sib.

Translations

Bulgarian: самохвалство; German: Angeberei, Großspurigkeit; Greek: αλαζονεία, έπαρση, οίηση, υπεροψία, κομπορρημοσύνη; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία; Russian: хвастовство, бахвальство, понты

boasting

Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij;Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel