οἰστροδίνητος

From LSJ
Revision as of 14:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροδίνητος Medium diacritics: οἰστροδίνητος Low diacritics: οιστροδίνητος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: oistrodínētos Transliteration B: oistrodinētos Transliteration C: oistrodinitos Beta Code: oi)strodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον, driven round and round by the gadfly, A.Pr.589.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
saisi d'un transport vertigineux.
Étymologie: οἶστρος, δινέω.

German (Pape)

von der Bremse herumgetrieben, übertragen, in Wut, Leidenschaft umhergetrieben, κόρη, die Io, Aesch. Prom. 591.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδίνητος: (δῑ) Aesch. = οἰστροδόνητος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ ἕνεκα τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― οὕτως, οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. οἰστρήλατος.

Greek Monolingual

οἰστροδίνητος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο
2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι' οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. ιππο-δίνητος, σφονδυλο-δίνητος].

Greek Monotonic

οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται σφαδάζοντας από τσίμπημα εντόμου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οἰ¯στρο-δίνητος, ον,
driven round and round by the gadfly, Aesch.

English (Woodhouse)

driven by the gadfly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)