πηνίον
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
Dor. πᾱνίον, A to/, Dim. (in form) of πῆνος or πήνη, bobbin, spool (ἄτρακτος, εἰς ὃν εἰλεῖται ἡ κρόκη Hsch.), π. ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il.23.762: pl., τὰ τροχαῖα πανία AP6.288 (Leon.), cf. Thphr.HP6.4.5, AP6.285 (Nicarch.(?)); prob. in POxy.1740.6 (iii/iv A. D.). 2 quill, IG22.1522.22. II a kind of pupa, perhaps of currant-moth, Abraxas grossulariata, Ar.Fr.377, Arist.HA551b6. III ornament put on cakes, Poll.6.79, Hsch.
German (Pape)
[Seite 611] τό, 1) Diminutivform von πῆνος oder πήνη, der auf die Spule gewickelte Faden des Einschlags; Il. 23, 762, wo es Andere für die Spule oder Spindel selbst erklärten; sp. D., wie Nicarch. 10 (VI, 285). – 2) ein Insect; Ath. XV, 667 f; Arist. H. A. 5, 19, zu den κώνωπες gerechnet.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fil roulé sur le fuseau.
Étymologie: πήνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηνίον -ου, τό, Dor. πᾱνίον [πήνη] weefspoel.
Russian (Dvoretsky)
πηνίον: дор. πᾱνίον τό
1 ткацкое веретено или челнок Hom., Anth.;
2 бабочка пяденица Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πηνίον: Δωρικ. πανίον, τό, ὑποκοριστικ. (μόνον κατὰ τύπον) τοῦ πῆνος ἢ πήνη. ἄτρακτος, κοινῶς «ἀδράχτι», «ἄτρακτος· εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ κρόκη» Ἡσύχ.· πηνίον ἐξέλκουσα πάρεκ μίτον, ἐπὶ γυναικὸς νηθούσης, Ἰλ. Ψ. 762· ἐν τῷ πληθ., τὰ τροχαῖα πανία Ἀνθ. Π. 288, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 5, Ἀνθ. Π. 6. 285, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 1101. ΙΙ. εἶδος κώνωπος, Phalaena geometra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙΙ. κόσμημά τι ἐπιτιθέμενον ἐπὶ πλακουντίων, Πολυδ. Ϛ΄, 79, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
thread of the woof, passed from one side to the other, in and out through the upright threads of the warp, before which the weaver stood, Il. 23.762†.
Greek Monotonic
πηνίον: Δωρ. πανίον[ᾰ], τό (πήνη), κουβαρίστρα ή μασούρι πάνω στο οποίο τυλίγεται το υφάδι, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
Middle Liddell
πήνη
the bobbin or spool on which the woof is wound, Il., Anth.
Mantoulidis Etymological
(=ἀδράχτι). Ὑποκοριστικό τοῦ πήνη, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.