τρισκελής
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ές, three-legged, τράπεζα Cratin.301; ξόανον Theoc.Ep. 4.3; βάσις Hero Bel.88.4; κτεὶς τ., name of a bandage, Sor.Fasc. 45.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à trois jambes, à trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, σκέλος.
German (Pape)
ές, dreischenkelig, dreifüßig; τράπεζαι Cratin. bei Ath. II.49; Theocr. ep. 4.3.
Russian (Dvoretsky)
τρισκελής: треногий (ξόανον Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τρισκελής: -ές, ὁ ἔχων τρία σκέλη, τρεῖς πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. ξόανον (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία στηρίγματα, τρία πόδια («τρισκελεῖς τράπεζαι», Κρατίν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει τρεις κλάδους ή τρία σημεία («τρισκελής ερώτηση»)
αρχ.
μτφ. (για ξόανο) αυτός που έχει πριαπική διάταση του φαλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ἑξα-σκελής].
Greek Monotonic
τρισκελής: -ές, αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία πόδια, ξόανον, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
τρι-σκελής, ές
three-legged, ξόανον Theocr.