ἀκατάσκευος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ον,
A lacking equipment, πλοῖα PEdgar8.4 (iii B. C.); of savage tribes, Theagen.17.
II in Lit. Crit., without artifice or without elaboration, Phld.Rh.1.8S., D.H.Th.27, Philostr.V A6.11; epithet of orator, Plu. 2.835b. Adv. ἀκατασκεύως = without elaboration, artlessly, simply, bluntly Plb.6.4.7.
III uncivilized, βίος D.S.5.39.
IV disordered, v.l. for ἀπαράσκευος, Aeschin.3.163.
Spanish (DGE)
-ον
I 1sin aparejo, sin equipo πλοῖα PCair.Zen.53.4 (III a.C.).
2 de pueblos primitivos de técnica primitiva Theogenes 1, ἀρχαῖος καὶ ἀ. βίος D.S.5.39.
II 1no sustentado o apoyado en pruebas ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον βλασφημίαν προβάλλεται Gr.Nyss.Trin.12.16.
2 sencillo de la fe, Gr.Nyss.Hom.Opif.266.1
•neutr. como subst. sencillez, simplicidad τὸ ἁπλοῦν καὶ ἀκατάσκευον τῶν πνευματικῶν λόγων Basil.M.29.73B.
3 ret. sin artificio, sencillo, sin elaborar o sin reelaborar νοῦς Demetr.Lac.Po.1.8.2, τέχνη Philostr.VA 6.11, de Andócides ἁπλοῦς καὶ ἀ. ἐν τοῖς λόγοις Plu.2.835b
•subst. τὸ ἀκατάσκευον = falta de elaboración del estilo, D.H.Th.27.3, en la argumentación, Phld.Rh.1.15Aur.
III confuso, sin ordenar ἀκατασκεύων αὐτῷ τῶν ἰδίων ὄντων Aeschin.3.163
•informe, caótico de la tierra, Cyr.Al.M.70.977C.
IV adv. ἀκατασκεύως = espontáneamente, de modo natural ἀκατασκεύως καὶ φυσικῶς συνίσταται μοναρχία Plb.6.4.7, cf. 10.11.1
•sencillamente ὁ Παῦλος ... ἁπλῶς καὶ ἀκατασκεύως ... προτίθησιν ... τὸ τοῦ νόμου παράγγελμα Gr.Nyss.Hom. in Cant.226.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans préparation, sans art.
Étymologie: ἀ, κατασκευή.
German (Pape)
unbearbeitet, bes. ungekünstelt, einfach, Dion.Hal. Thuc. 27. So ἡρώων βίος Athen. XII.511d; vgl. DS. 5.89.
• Adv. Polyb. 6.4.7.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάσκευος:
1 неподготовленный: ἀκατασκεύων (v.l. ἀπαρασκεύων) τῶν ἰδίων ὄντων Aesch. не приведя в порядок свои личные дела;
2 безыскусственный (ἐν τοῖς λόγοις Plut.): ὁ ἀ. βίος Diod. простой образ жизни.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσκευος: -ον, = ἄνευ προετοιμασίας, ἄτεχνος, διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 77. 3, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 27, Φιλοστρ. 249. - Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 6.4, 7. ΙΙ. ἁπλοῦς, ἀρχαϊκός, ἀρχέγονος, βίος, Διόδ. 5. 39.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάσκευος, -ον) κατασκευή
ανεπιτήδευτος, απέριττος, απλός
μσν.
άμορφος, αυτός που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, βλ. ακατασκεύαστος
αρχ.
1. απλός, αστόλιστος, γυμνός
«τὴν ἁπλήν τε καὶ ἀκατάσκευον... τῆς θείας γραφῆς διάνοιαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ. 45.1185d)
«ἡ ἑκάστου ψυχή... λιτή τις καὶ ἀκατάσκευος ἐπιχωριάζει τοῖς κάτω» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 46.1004c)
2. σαθρός, αστήριχτος (για επιχείρημα που δεν θεμελιώνεται με αποδείξεις)
«ψιλὴν καὶ ἀκατάσκευον τὴν βλασφημίαν προβάλλεται, οὐδενί λογισμῷ κατασκευάζων τὴν ἀτοπίαν» (Γρηγ. Νύσσ. Μ 32.693c)
3. εκείνος που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό (αποδίδεται σε πλοία)
4. πρωτόγονος, απολίτιστος
«ἀκατάσκευος βίος» (Διόδ. 5.39)
5. ακατάστατος, χωρίς τάξη (Αισχίν. 3.163).