ἄρρατος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον, = σκληρός, ἀμετάστροφος, Pl.Cra.407d; ἄ. καὶ μνήμων Id.R.535c; θάρσος prob. l. in Id.Ax.365a; ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24.
Spanish (DGE)
(ἄρρᾱτος) -ον
irrompible, inquebrantable de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.Cra.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.R.535c, θάρσος Pl.Ax.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.
• Etimología: Etim. dud. Quizá de la raíz *u̯er-t- ‘volver’, lat. uertō, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut briser, solide.
Étymologie: ἀ, ῥαίω.
Greek Monolingual
ἄρρατος, -ον (Α)
ο σκληρός, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. < α-Fρᾰτ-ος. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. ρίζα wert- «στρέφω, γυρίζω» και συνδέεται με το λατ. vertō «στρέφω» (πρβλ. δωρ. ρτάνᾱν «κουτάλι»)].
Greek Monotonic
ἄρρατος: -ον (ῥαίω), γερός, σκληρός, στερεός, σε Πλάτ.
German (Pape)
(ῥάω, ῥαίω ?), unzerbrechlich, fest, τὸ σκληρὸν ὃ δὴ ἄρ. καλεῖται Plat. Crat. 407d; die richtige Lesart Rep. VII.535b καὶ φιλόπονος, also unermüdlich.
Russian (Dvoretsky)
ἄρρατος: Plat. = ἀρραγής.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: = σκληρὸς ἀμετάστροφος (Pl. Kra. 407d).
Other forms: In Euph. 24 the α is long.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. From *ἀ-Ϝρατ-ος, PIE. *u̯ert- turn?, cf. ῥατάναν. Schwyzer RhM 80, 209ff., Sommer Nominalkomp. 86, in which case the length of the α would be incorrect. An analysis -Ϝρα-τος is more obvious.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἄρρατος: {árratos}
Meaning: = ἀμετάστροφος (Pl. Kra. 407d; außerdem R. 535c, Ax. 365a; ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24 mit falscher Länge).
Etymology: Aus *ἀϝρατος, zu idg. u̯ert- wenden, drehen, s. ῥατάναν. Schwyzer RhM 80, 209ff., Sommer Nominalkomp. 86.
Page 1,151