μάρσιπος

From LSJ
Revision as of 19:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

German (Pape)

[Seite 97] ὁ, od. μάρσυπος, auch μάρσιππος geschrieben, das lat. marsupium, Beutel, Sack, Tasche, Xen. An. 4, 3, 11; VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sac, valise, bourse.
Étymologie: cf. lat. marsupium.

Russian (Dvoretsky)

μάρσῐπος:мешок, сумка Xen., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

μάρσῐπος: ὁ, σάκκος, θύλακος, Λατ. marsupium, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11, Διόδ. 20. 41· ― ὑποκορ., μαρσίπιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Ἀπολλ. Καρύστ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 152, Ἑβδ. (Γέν. ΜΒ΄, 27, 28). ― Ἀμφότεροι οἱ τύποι ἐνίοτε φέρονται διὰ διπλοῦ π· καὶ μαρσύπιον ἢ -ειον ἀπαντῶσιν ὡσαύτως ὡς ἕτεραι ποικιλίαι. ― Ἡσύχ.: «μάρσιποι· οἱ γαστρίμαργοι. ἢ σάκκοι».

Greek Monolingual

ο (Α μάρσιπος και μάρσιππος)
σάκος από δέρμα ή στερεό ύφασμα
νεοελλ.
1. ζωολ. θύλακος που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη μεταφορά τών νεογνών τους
2. βαλίτσα
αρχ.
1. κατάπλασμα
2. κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική (πρβλ. αρχ. περσ. marsū- «κοιλιά») δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

μάρσῐπος: ὁ, σάκος, θύλακας, Λατ. marsupium, σε Ξεν.

Middle Liddell

μάρσῐπος, ὁ,
a bag, pouch, Lat. marsupium, Xen.