φρενοβλάβεια

From LSJ
Revision as of 19:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοβλάβεια Medium diacritics: φρενοβλάβεια Low diacritics: φρενοβλάβεια Capitals: ΦΡΕΝΟΒΛΑΒΕΙΑ
Transliteration A: phrenoblábeia Transliteration B: phrenoblabeia Transliteration C: frenovlaveia Beta Code: frenobla/beia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, damage of the understanding, madness, folly, D.H.5.9, Ph.2.49, Luc.Syr.D.18, Cat.Cod.Astr.2.174.

German (Pape)

[Seite 1304] ἡ, Verletzung am Verstande, Wahnsinn, Unsinn, Thorheit, Luc. dea syr. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
atteinte à l'intelligence, folie, démence.
Étymologie: φρενοβλαβής.

Russian (Dvoretsky)

φρενοβλάβεια:помешательство, безумие Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοβλάβεια: ἡ, ἡ τῶν φρενῶν βλάβη, παραφροσύνη, μανία, τρέλλα, Διονύσ. Ἁλ. 5. 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 18, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και φρενοβλαβία ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α φρενοβλαβής
βλάβη της διανοητικής λειτουργίας, παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
εκδήλωση μανίας, τρέλας («τὸν ἐπὶ ταῖς ἀνωτάτω φρενοβλαβείαις γέλωτα», Κύριλλ.).

Greek Monotonic

φρενοβλάβεια: ἡ, ζημιά στο μυαλό, τρέλα, αφροσύνη, σε Λουκ.

Middle Liddell

φρενοβλάβεια, ἡ,
damage of the understanding, madness, folly, Luc. [from φρενοβλᾰβής]