ἱεροκῆρυξ

From LSJ
Revision as of 19:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροκῆρῠξ Medium diacritics: ἱεροκῆρυξ Low diacritics: ιεροκήρυξ Capitals: ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ
Transliteration A: hierokē̂ryx Transliteration B: hierokēryx Transliteration C: ierokiryks Beta Code: i(erokh=ruc

English (LSJ)

ῡκος, ὁ, herald or attendant at a sacrifice, D.59.78, Herm.Hist.2, prob. in IG12.6.89, cf. Supp.Epigr.2.258.23 (Delph., iii B.C.), SIG577.33 (Milet., iii/ii B.C.), OGI332.43 (Elaea, ii B.C.), etc.: Dor. ἱεροκᾶρυξ IG12(1).155.31 (Rhodes, ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
héraut des sacrifices, héraut sacré.
Étymologie: ἱερός, κῆρυξ.

German (Pape)

[Seite 1241] υκος, ὁ, Opferherold, Opferdiener; Dem. 59, 78; Hermias Ath. IV, 149 e; Inscr., die auch das Verbum ἱεροκηρυκέω haben.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροκῆρυξ: ῡκος ὁ глашатай или служитель при жертвоприношениях Dem.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, -υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾶρυξ)
αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο
νεοελλ.
αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο του θεού
αρχ.
κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσίαβούλομαι δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + κήρυξ. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον θείο λόγο].

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροκήρυξ: -ῡκος, ὁ, ὁ κήρυξ ἢ ὑπηρέτης ἐν θυσίᾳ, Δημ. 1371. 16, Ἑρμίας παρ’ Ἀθην. 149Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 184,-5,-8b, 190-4, κ. ἀλλ.· Δωρ. ἱεροκάρυξ, ὁ αὐτ. 2525b. 31. ― Ἐν τῇ Ἐκκλησιαστ. γλώσσῃ, τὸ ἱεροκήρυξ τίθεται ἐπὶ τῶν ἱερῶν συγγγραφέων, ὡσαύτως καὶ ἐπὶ τῶν κηρυττόντων τὸν θεῖον λόγον ἐν τοῖς Χριστιανικοῖς ναοῖς, Ἀριστέας 21, Μεθόδ. 348Α, Εὐστ. Ἀντ. 613Α, Διδ. Ἀλ. 553Β, Συνέσ. 1413Α.

Middle Liddell

ἱερο-κῆρυξ, ῡκος, ὁ,
the herald at a sacrifice, Dem.

Greek Monotonic

ἱεροκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία, σε Δημ.