ὀρνιθογνώμων
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ον, gen. ονος, knowing in birds, Ael.NA 16.2.
German (Pape)
[Seite 383] sich auf Vögel verstehend, Ael. H. A. 16, 2.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui se connaît en oiseaux.
Étymologie: ὄρνις, γνώμη.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθογνώμων: -ον, ὁ γινώσκων τὰ περὶ ὀρνίθων, πτηνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 16. 2.
Greek Monolingual
ὀρνιθογνώμων, -ον (Α)
ο γνώστης θεμάτων σχετικών με τα πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππογνώμων.