ἀμετάγνωστος

From LSJ
Revision as of 21:08, 4 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάγνωστος Medium diacritics: ἀμετάγνωστος Low diacritics: αμετάγνωστος Capitals: ΑΜΕΤΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ametágnōstos Transliteration B: ametagnōstos Transliteration C: ametagnostos Beta Code: a)meta/gnwstos

English (LSJ)

ον, unalterable, implacable, μῖσος J. AJ 16.10.1.
2not to be repented of, ἡδονή Max.Tyr. 1.4.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [pero -όν Fronto 1.276]
1 inmutable Poll.6.116, Gloss.2.84.
2 de sentimientos negativos implacable μῖσος I.AI 16.308
del placer que no produce arrepentimiento, que no pesa ἡδονή Max.Tyr.30.4
subst. τὸ ἀ. falta de arrepentimiento τοῖς δὲ μικροῖς δώροις τό τε συνεχὲς πρόσεστιν καὶ τὸ ἀμεταγνωστόν para los regalos pequeños existe la continuidad y la falta de arrepentimiento Fronto 1.276.

German (Pape)

[Seite 122] nicht zu bereuen, ἡδονή Max. Tyr.; aber μῖσος (worüber man seine Meinung nicht ändert), unversöhnlicher Haß, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάγνωστος: -ον, ἀμετάβλητος, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, μῖσος Ἰωσήπ. Α. Ι. 1510.1. Περὶ οὗ δὲν λαμβάνει τις ἀφορμὴν νὰ μετανοήσῃ, ἡδονὴ Μάξ. Τίρ. 1. 4.

Greek Monolingual

ἀμετάγνωστος, -ον (Α) μεταγιγνώσκω
αυτός που δεν μετανοεί, αμετανόητος, άκαμπτος
2. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.

Translations

implacable

Bulgarian: неумолим; Catalan: implacable; Czech: neuklidnitelný, neutišitelný; Dutch: onverzoenlijk; English Middle English: implācāble; Finnish: leppymätön; Georgian: შეუბრალებელი; German: unversöhnlich; Gothic: 𐌿𐌽𐌷𐌿𐌽𐍃𐌻𐌰𐌲𐍃; Greek: αμείλικτος, αδυσώπητος; Ancient Greek: ἄθελκτος, ἀκήρυκτος, ἄλληκτος, ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀμετάγνωστος, ἀνάρσιος, ἀνεξίλαστος, ἀνήκεστος, ἀπρήϋντος, ἀπροφάσιστος, ἄσπειστος, ἄσπονδος, ἀστεργής, δυσάρεστος, δυσμείλικτος; Hungarian: engesztelhetetlen; Italian: implacabile; Latin: implacabilis, implacabile; Manx: neuveeinagh; Maori: kaikiko; Norwegian: uforsonlig; Persian: رام نشدنی‎, آشتی ناپذیر‎; Portuguese: implacável; Romanian: implacabil; Russian: непримиримый, неумолимый, заклятый; Spanish: implacable; Turkish: yatıştırılamaz; Ukrainian: непримиренний, непримиримий