προαγόρευσις
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
English (LSJ)
εως, ἡ, A foretelling, Arist.Po. 1454b5; prophecy, prediction, Diogenian.Epicur.4.18 (pl.), J.Ap.1.29, BJ2.8.12 (pl.), Plu.Sull.7 (pl.); prognosis, Hp.Aph.2.19 (pl., v.l.). II proclamation, App.BC1.26; warning, prohibition, J.AJ18.8.2, 18.9.2, Poll.8.66.
German (Pape)
[Seite 704] ἡ, das Vorhersagen; Hippocr.; Arist. poet. 15; Plut. Syll. 7 orac. def. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
prédiction.
Étymologie: προαγορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προαγόρευσις -εως, ἡ [προαγορεύω] voorspelling. waarschuwing. Plut. CMi 49.1.
Russian (Dvoretsky)
προᾰγόρευσις: εως ἡ предвещание, предсказание Arst., Plut.
Greek Monolingual
-εύσεως, ή, ΜΑ προαγορεύω
προφητεία
αρχ.
1. η ενέργεια του προαγορεύω, το να λέει κανείς κάτι εκ τών προτέρων, να προλέγει
2. πρόγνωση
3. προκήρυξη
4. απαγόρευση συμμετοχής στα ιερά και στην αγορά τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.
Greek Monotonic
προᾰγόρευσις: ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰγόρευσις: ἡ, τὸ προαγορεύειν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 10, Πλουτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. προκήρυξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 26. 2) = πρόρρησις ΙΙ. 2, Πολυδ. Η΄, 66. ― Καθ’ Ἡσύχ. «προαγόρευσις· προφητεία».
Middle Liddell
προᾰγόρευσις, εως,
a stating beforehand, Arist., Plut.
Translations
prohibition
Albanian: ndalim; Arabic: حَظْر, مَنْع; Armenian: արգելք; Azerbaijani: yasaq, qadağan; Belarusian: забарона; Bulgarian: забрана, запрещение; Catalan: prohibició, interdicció; Chinese Mandarin: 禁止; Danish: forbud; Dutch: verbod; Estonian: keeld; Finnish: kielto; French: prohibition, interdiction; Georgian: აკრძალვა; Greek: απαγόρευση; Ancient Greek: ἀπαγόρευμα, ἀπαγόρευσις, ἀπόρησις, ἀπόρρημα, ἀπόρρησις, ἀπόταγμα, κώλυσις, παραγόρευσις, προαγόρευσις; Hindi: निषेध, मनाही; Hungarian: tiltás, megtiltás, tilalom; Irish: crosadh; Italian: proibizione; Japanese: 禁止, 差し止め; Kazakh: тыйым; Khmer: បំរាម; Korean: 금지(禁止); Kyrgyz: тыюу; Latin: vetitum, interdictum; Latvian: aizliegums; Lithuanian: uždraudimas; Macedonian: забрана; Malay: larangan; Norwegian Bokmål: forbud; Oromo: dhowwaa; Persian: منع; Plautdietsch: Baun; Portuguese: proibição; Romanian: interdicție; Russian: запрет, запрещение; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑брана; Roman: zȃbrana; Slovene: prepoved; Spanish: prohibición; Swedish: förbud; Tajik: манъ; Thai: การห้าม, ข้อห้าม; Turkish: yasak; Ukrainian: заборона; Uzbek: taqiq, man; Vietnamese: sự cấm, cấm chỉ; Zazaki: men, tomet