μελαγκευθής
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ές, shrouded in gloom, εἴδωλον B. Fr.25; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom, νέφος Id.3.55 (prob.l.).
German (Pape)
[Seite 117] ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγκευθής: -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.
Greek Monolingual
μελαγκευθής, -ές (Α)
1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.)
2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. παγκευθής].