σκάσιμο

From LSJ
Revision as of 16:17, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. άνοιγμα σε μήκος της επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο του τοίχου» β. «το σκάσιμο του εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο του δέρματος από το κρύο και τον αέρα»)
2. ρήξη, διάρρηξη της επιφάνειας στερεού σώματος που συνοδεύεται από δυνατό θόρυβο, έκρηξη («το σκάσιμο της βόμβας»)
3. μτφ. α) μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
β) λαθραία φυγή, δραπέτευση, απόδραση
γ) αδικαιολόγητη απουσία από μάθημα, εργασία ή άλλη ενασχόληση, κοπάνα, σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκασ- του αορ. έ-σκασ-α του σκάω / σκάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].