δεσπόσυνος

From LSJ
Revision as of 09:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσπόσυνος Medium diacritics: δεσπόσυνος Low diacritics: δεσπόσυνος Capitals: ΔΕΣΠΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: despósynos Transliteration B: desposynos Transliteration C: desposynos Beta Code: despo/sunos

English (LSJ)

δεσπόσυνον, also η, ον Pi.P.4.267:—
A of the master or belonging to the master or belonging to the lord, λέχος h.Cer.144; δόμοι δ. A.Ch.942(lyr.); μέλαθρα Ar.Th.42 (anap.); τὰ δεσπόσυνα χρήματα = the master's property, X.Oec.9.16 (δεσπόσυνα, τά, ib.14.2, Phld.Oec.p.24J.); δεσπόσυνοι ἀνάγκαι = arbitrary rule, A.Pers.587 (lyr.); also, = τῆς δεσποίνης, γόνατα Tim.Pers.136.
II Subst., = δεσπότης, Tyrt.6.2 (cf. Plu.Lyc.28), Anaxandr.41.33 (anap.), GDI4334 (Megiste).
2 = verna, Eust.846.13.

Spanish (DGE)

(δεσπόσῠνος) -ον
• Morfología: [fem. -η Pi.Pi.4.267, Ann.Br.Sch.Ath.58.1963.27 (Berea, imper.)]
I 1del señor o del amo de la casa λέχος h.Cer.144, οὐδ' ἔτι δασμοφοροῦσιν δεσποσύνοισιν ἀνάγκαις ya no pagan tributo por imposición del amo A.Pers.587, δόμοι A.Ch.942, cf. E.Hec.99, 1294, IT 439, Fr.773.44, μέλαθρα Ar.Th.42, cf. Fr.734, χρήματα X.Oec.9.16, ὃν ἐπόθησεν δεσποσύνη τύχη Ann.Br.Sch.Ath.l.c.
de la señora πρὸς μελαμπεταλοχίτωνα Ματρὸς οὐρείας δεσπόσυνα γόνατα πεσεῖν Tim.15.125, δεσπόσυνος μὲν εὕρηται παρ' Εὐριπίδῃ, οὐ μὴν δὲ καὶ δεσποσύνη Eust.918.49
neutr. como subst. τὰ δεσπόσυνα = bienes del amo ἀπέχεσθαι τῶν δεσποσύνων X.Oec.14.2, Phld.Oec.7.17
en lit. crist. del Señor dicho de los parientes de Cristo δεσπόσυνοι καλούμενοι διὰ τὴν πρὸς τὸ σωτήριον γένος συνάφειαν Afric.Ep.Arist.p.61.20.
2 propio de un rey, regio κίονες Pi.l.c.
II subst. ὁ δ.
1 señor, amo δεσποσύνοισι φέροντες ἀναγκαίης ὑπὸ λυγρῆς ἥμισυ παντός Tyrt.5.2, παρὰ δεσποσύνοις τοῖς ἡμετέροις Anaxandr.42.33, cf. Plu.Lyc.28, Πολέμα Λυσιμάχω τῶ ἑαυτῆς δεσποσύνω ἥρωι GDI 4334 (Megista II a.C.), τοῦ παιδὸς χρῄζων ἦλθεν ὁ δ. AP 12.222.4 (Strat.), cf. 246 (Strat.), Laodicée 19 (I d.C.)
hijo del amo τὸν δεσπόσυνον προγραφέντα ἐφύλασσεν App.BC 4.44, ὁ νεώτερος δεσπότης δ. καὶ τρόφιμος Poll.3.73, cf. Phot.δ 210.
2 milit. jefe como equiv. poét. de ἔπαρχος: οὐετράνων εἴλης δεσπόσυνος Γαλατῶν trad. de lat. praefectus alae veteranae Gallicae, IMEG 24.8 (II d.C.).
3 esclavo de nacimiento δοῦλοι ... τραφέντες ἐν οἰκίαις δεσποτῶν οὐ τρόφιμοι καλοῦνται, ἀλλὰ δεσπόσυνοι ἢ δεσπόσιοι Eust.846.13.

German (Pape)

[Seite 551] ον, -συναι κίονες Pind. P. 4, 267; 1) dem Hausherrn gehörig, λέχος H. h. Cer. 144; μέλαθρα Ar. Th. 42; χρήματα Xen. Oec. 9, 16; ohne Zusatz, τὰ δ., das Eigenthum des Herrn, 14, 2; ὁ δ., der Sohn des Hausherrn. filius herilis, Ath. IV, 131 c; App. B. C. 4, 44; der Herr selbst, Tyrt. bei Paus. 4, 14, 5; παρὰ δεσποσύνοις τοῖς ἡμετέροις Anaxandr. Ath. IV, 131 (v. 33); vgl. Plut. Lyc. 28, wo die Lesart schwankt zwischen τοὺς δεσποσύνους u. τὰς -ύνας. – 2) königlich, ἀνάγκαι Aesch. Pers. 587.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 qui concerne le maître, du maître;
2 souverain, impérieux.
Étymologie: δεσπότης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσπόσυνος -η –ον, f. ook - ος [δεσπότης] poët. dat. m. / f. plur. δεσποσύνοισιν, f. δεσποσύναισιν, van de heer, meester:; δεσποσύνοισιν ἀνάγκαις door de dwang van hun heer (de Perzische koning) Aeschl. Pers. 587; subst. ὁ δ. heer, meester.

Russian (Dvoretsky)

δεσπόσῠνος: 2, Pind. 3
1 господский, хозяйский (λέχος HH; μέλαθρα Arph.): τὰ δεσπόσυνα (χρήματα) Xen. хозяйское добро;
2 царский, царственный (δόμος Aesch.): δεσπόσυναι ἀνάγκαι Aesch. властные веления.

English (Slater)

δεσπόσῠνος of a king σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. δρῦς) (P. 4.267)

Greek Monolingual

δεσπόσυνος, -ον (Α) δεσπότης
1. αυτός που ανήκει στον δεσπότη, στον κύριο
2. ο γιος του δεσπότη, του κυρίου
3. φρ. «δεσπόσυνοι ἀνάγκαι» — η απολυταρχική διακυβέρνηση
4. το αρσ. ως ουσ. ο δεσπόσυνος
ο δεσπότης.

Greek Monotonic

δεσπόσυνος: -ον και -η, -ον (δεσπότης),
I. αυτός που ταιριάζει στον κύριο ή τον άρχοντα, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.· δ'ἀνάγκαι, αυθαίρετη εξουσία, διακυβέρνηση, στον ίδ.
II. ως ουσ. = δεσπότης, σε Τυρτ.

Greek (Liddell-Scott)

δεσπόσῠνος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Πίνδ. Π. 4. 476· – ὁ ἀνήκων εἰς τὸν κύριον ἢ δεσπότην, λέχος δεσπ., τοῦ κυρίου ἡ κλίνη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 144· δόμοι δ. Αἰσχύλ. Χο. 942· μέλαθρα Ἀριστοφ. Θεσμ. 42· τὰ δ. χρήματα, ἡ περιουσία τοῦ κυρίου, τοῦ «ἀφεντικοῦ», Ξεν. Οἰκ. 9, 16· δ. ἀνάγκαι, αὐθαίρετος κυβέρνησις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 587. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = δεσπότης, Τυρταῖ. 6. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 4301C (Προσθήκ.), Ἀναξανδρ. Πρωτ. 1. 33. 2) ὁ υἱὸς τοῦ οἰκοδεσπότου, Ἀππιαν. Ε. ΙΙ. 4, 44.

Middle Liddell

δεσπότης
I. of or belonging to the master or lord, Hhymn., Aesch.; δ. ἀνάγκαι arbitrary rule, Aesch.
II. Subst. = δεσπότης, Tyrtae.