χρυσεόστολος
From LSJ
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
χρυσεόστολον, = χρυσεόστολμος (decked with gold, dight with gold), πέπλων χ. φάρος E. HF 414 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1379] goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ornements d'or.
Étymologie: χρυσός, στολή.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεόστολος: отделанный золотом (φάρος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεόστολος: -ον, = τῷ προηγ., πέπλων χρ. φᾶρος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 414.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσόστολος.
Greek Monotonic
χρῡσεόστολος: -ον (στέλλω), = το επόμ., σε Ευρ.