ἀνάτασις
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀνατείνω)
A extension, εἰς ὕψος Plb.5.44.3, etc.
b abs., height, J.BJ6.9.1; ἀνάτασις ὀρῶν Phlp. in Mete.37.10.
2 stretching out, Hp.Art.11; ἀκοντίων Onos.17: metaph., threats of violence, Plb.4.4.7, Fr.108 (pl.); μετὰ ἀ. καὶ ἀπειλῆς Epict.Fr.25, cf. D.S.38.8.
3 intensity, inflexibility, τοῦ φρονήματος Plu.Mar.6; intensity of passion, Phld.Lib.p.29O.: abs., courage, steadfastness, prob in D.Chr.34.40.
4 endurance of hunger, fasting, Sor.1.49, Plu.2.62a.
5 ἀνάτασις τῆς βοῆς straining, Sch E.Or.149; κατ' ἀνάτασιν of the acute accent, D.T.620.1.
6 metaph., straining, effort, Phld.Rh. 1.31 S., al.; ἡ πρὸς τὸ ἓν διαγνώσεως ἀνάτασις Dam.Pr.27, cf. Procl.Inst.21, al.: c. gen., τιμῆς Procop.Gaz.Pan.496.4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1extensión en sentido vertical, altura de montañas εἰς ὕψος Plb.5.44.3, cf. 10.13.8, ὁρῶν Phlp.in Mete.37.10
•de un cuerpo geométr., Hero Stereom.2.37.
2 elevación del brazo, Hp.Art.11
•de armas acción de blandir ἀ. ἀκοντίων Onas.17
•fig. amenaza μέλειν ... τῆς σῆς ἀνατάσεως Plb.4.4.7, cf. 30.4.2, 33.12.3, μετὰ ἀ. καὶ ἀπειλῆς Epict.Fr.25, cf. D.S.38.8, Phld.Lib.p.29, PPar.40.27 (II a.C.), τῆς ζημίας Hermarchus 24, τῆς τιμῆς Procop.Gaz.Pan.496.4.
3 de sonidos elevación τῆς βοῆς Sch.E.Or.149, κατὰ ἀνάτασιν D.T.630.1.
II fig.
1 intención, propósito ἡ συνέχουσα ... ἀ. ... πρὸς τὸ μακρῷ μᾶλλον λυσιτελεῖν Phld.Oec.p.61, λέγω τὴν τοιαύτην ἀ. μηδαμῶς συμφέρειν D.Chr.34.40.
2 c. prep. y ac. tensión, búsqueda πρὸς τὸ θεῖον Procl.Inst.206, πρὸς τὸ ἓν διαγνώσεως Dam.Pr.27, πρὸς τὸ τέλος Dam.in Phlb.81, εἰς τὸ ἓν ἀνάτασιν Procl.Inst.21, ἐπὶ τὸ γεννῆσαν Procl.Inst.35.
3 esfuerzo μεγάλη Phld.Rh.p.61Aur.
•tensión, esfuerzo, privación esp. del ayuno μὴ κακοῦν ἀνατάσει τὸ σῶμα Plu.2.62a, cf. Sor.36.3.
4 alcance, intensidad τοῦ φρονήματος Plu.Mar.6.
German (Pape)
[Seite 210] ἡ, 1) die Ausdehnung, εἰς ὕψος, in die Höhe, Pol. 5, 44 u. sonst; val. Plut. Alex. 4; das Ausstrecken, bes. des Armes gegen Jemand, Drohung, Pol. 30, 4, 7 u. öfter; Plut. καὶ ὄγκος βασιλέως Cat. min. 16, wie ἀν. φρονήματος, Mar. 6, stolzer Muth, hochfahrendes Wesen. – 2) (vgl. ἀνατείνω 4) Hunger, Fasten, Plut. discr. am. et adul. 29.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. (ἀνά, en haut) raideur, inflexibilité;
II. (ἀνά, en arrière) tension en arrière ; fig. abstinence.
Étymologie: ἀνατείνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάτᾰσις: -εως, ἡ, (ἀνατείνω), τὸ ἀνατείνειν, ἐκτείνειν πρὸς τὰ ἄνω, εἰς ὕψος Πολύβ. 5. 44, 3, κτλ. 2) ἐξάπλωσις, Ἱππ. Ἄρθρ. 788· τὸ ἀνατείνειν τὴν χεῖρα κατά τινος, βία, Πολύβ. 4. 4, 7, κτλ. 3) ἔντασις, τὸ ἄκαμπτον, τοῦ φρονήματος Πλουτ. Μάρ. 6. 4) τὸ ὑπομένειν πεῖναν, νηστεία, Πλούτ. 2. 62Α, ἔνθα ἴδε Οὐϊττεμβ. 5) ἀν. τῆς βοῆς, ἐπίτασις, ἔντασις, Σχόλ. εἰς Ὀρ. 149.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάτᾰσις: εως ἡ
1 протяжение: ἡ εἰς ὕφος ἀ. Polyb. высота;
2 (предполож. вм. v.l. ἀνάκλισις) согнутость (τοῦ αὐχένος εἰς εὐώνυμον Plut.);
3 угрожающая поза, грозный вид Polyb., Plut.;
4 высокомерие, надменность (ἀ. τοῦ φρονήματος Plut.);
5 воздержание (μὴ κακοῦν ἀνατάσει τὸ σῶμα Plut.).