συμμεταβάλλω
English (LSJ)
A change along with, τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις AP15.46.4; ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Plu.Luc.39, cf. Gal. 15.734; σ. τοὺς τόπους exchange places simultaneously, Arist.Mete.358b33 (Ald.); σ. τὰς χώρας change their places of abode, Plu.2.424e, cf. Jul.Or.1.13d; τὸ γένος change its gender, A.D.Adv. 184.3:—Med., change sides and take part with, τινι Aeschin.3.165, cf. Luc.Epigr.14.4.
II intr. in Act., change with or together, Arist.GA716b4, MA702b23, EN1100a28, Str. 10.2.12, Ph.1.276.
German (Pape)
[Seite 981] auch im med. (s. βάλλω), mit od. zugleich umwerfen, umändern, τὰς διαίτας ταῖς ὥραις, Plut. Lucull. 39; pass. sich mit verändern, anderes Sinnes werden, Aesch. 3, 165, Strab. 10, 2, 12, Plut. Symp. 8, 9, 3 Luc. Dem. encom. 46.
French (Bailly abrégé)
1 changer ou modifier avec ou selon : τί τινι changer une chose selon ou d'après une autre;
2 changer ou modifier ensemble ; Pass. changer d'avis ou de sens avec, τινι.
Étymologie: σύν, μεταβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-μεταβάλλω act. tegelijk veranderen, meeveranderen; intrans.; met acc. en dat. iets met iets:. ὥστε ταῖς ὥραις μὴ συμμεταβάλλειν τὰς διαίτας zodat ik mijn levenswijze niet verander met de seizoenen Plut. Luc. 39.5. med. tegelijk (met...) overlopen, met dat. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συμμεταβάλλω:
1 одновременно (из)менять (τὰς χώρας Plut.): ταῖς ὥραις σ. τὰς διαίτας Plut. менять образ жизни в соответствии со сменой времен года; συμμεταβάλλεσθαί τινι Aeschin., Anth. разделять превратности чьей-л. судьбы;
2 одновременно или совместно (из)меняться (τινί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταβάλλω: μεταβάλλω ὁμοῦ, τύχας χρώμασι καὶ πέπλοις Ἀνθ. Π. 15. 46, ταῖς ὥραις τὰς διαίτας Πλουτ. Λούκουλ. 39· σ. τοὺς τόπους, ἀνταλλάσσω συγχρόνως θέσιν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32· σ. τὰς χώρας, ἀνταλλάσσω κατοικίαν, Πλούτ. 2. 424F. ― Παθ., μεταβάλλω θέσιν καὶ λαμβάνω μέρος μετά τινος, τινι Αἰσχίν. 77. 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 35, 4. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργητ., μεταβάλλομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινι ἢ ἀπολ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 2, 8, π. Ζ. Κινήσ. 9, 3, Ἠθικ. Νικ. 1. 10. 5.
Greek Monolingual
Α μεταβάλλω
1. μεταβάλλω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο
3. (μέσ. και παθ.) συμμεταβάλλομαι
α) αλλάζω γνώμη μαζί με άλλον
β) αλλάζω θέση και παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με άλλον
4. φρ. α) «συμμεταβάλλω τοὺς τόπους» — ανταλλάσσω αμοιβαίως θέση με άλλον (Αριστοτ.)
β) «συμμεταβάλλω τὰς χώρας» — αλλάζω κατοικία με άλλον (Πλούτ.)
γ) «συμμεταβάλλω τὸ γένος» — αλλάζω το γένος μαζί με κάποιον άλλο (Απολλ. Δύσκ.).
Greek Monotonic
συμμεταβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
I. αλλάζω κάτι από κοινού με άλλα πράγματα, μετατοπίζω, τί τινι, σε Ανθ., Πλούτ. — Παθ., μεταστρέφω τη γνώμη μου και τάσσομαι με τη γνώμη κάποιου άλλου, τινί, σε Αισχίν.
II. αμτβ. στην Ενεργ., αλλάζω, μεταβάλλομαι μαζί ή από κοινού, σε Αριστ.
Middle Liddell
fut. -βᾰλῶ
I. to change along with other things, τί τινι Anth., Plut.:—Pass. to change sides and take part with, τινί Aeschin.
II. intr. in Act. to change with or together, Arist.