νοσηλεία

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσηλεία Medium diacritics: νοσηλεία Low diacritics: νοσηλεία Capitals: ΝΟΣΗΛΕΙΑ
Transliteration A: nosēleía Transliteration B: nosēleia Transliteration C: nosileia Beta Code: noshlei/a

English (LSJ)

ἡ,
A care of the sick, treatment of a disease, nursing, J.AJ4.8.33, Plu.Lyc.10, Gal. 5.48, D.C.76.7.
II disease, sickness, sickness which needs tending, Lysimach. ap. J. Ap.1.34, Plu.2.110c (pl.), 788f, Sor.1.79 (pl.).
2 matter discharged from a sore, S.Ph.39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 traitement d'une maladie;
2 maladie, particul. matière (pus, etc.) d'un mal.
Étymologie: νοσηλεύω.

German (Pape)

ἡ,
1 Krankheit, Sp.; bei Soph. Phil. 39, ῥάκη βαρείας του νοσηλείας πλέα, erkl. der Schol. τῆς ἐκ νόσου ἀκαθαρσίας, der Eiter der Krankheit.
2 Krankenpflege, Plut. Lyc. 10 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

νοσηλεία:
1 болезнь: ν. μακρά Plut. затяжная болезнь;
2 уход за больным (ν. καθημερινή Plut.);
3 сукровица, гной (ῥάκη νοσηλείας πλέα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νοσηλεία: ἡ, (νοσηλεύω) τὸ νοσηλεύειν, περιποιεῖσθαι νοσοῦντα, Πλουτ. Λυκοῦργ. 10. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.) ἀσθένεια ἀπαιτοῦσα περιποίησιν, θεραπείαν, ἐπιμέλειαν, ὁ αὐτ. 2. 110D, 788F. 2) ὕλη ἐκρέουσα ἐξ ἕλκους, Σοφ. Φιλ. 39.

Greek Monolingual

η (Α νοσηλεία) νοσηλεύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσηλεύω, θεραπεία ασθενούς
αρχ.
1. ασθένεια η οποία απαιτεί θεραπεία και φροντίδα
2. πύον που εκκρίνεται από ανοιχτή πληγή.

Greek Monotonic

νοσηλεία: ἡ,
I. φροντίδα του ασθενούς, νοσηλευτική περιποίηση, σε Πλούτ.
II. (από το Παθ.), ασθένεια που απαιτεί περιποίηση, ουσία που βγαίνει από πληγή, πύον, σε Σοφ.

Middle Liddell

νοσηλεία, ἡ,
I. care of the sick, nursing, Plut.
II. (from Pass.) matter discharged from a sore, Soph. [from νοσηλεύω

English (Woodhouse)

suppuration, putrid matter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)