συνεπακολουθέω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
follow closely, accompany, Pl.Phd. 81e, Plu.Alex. 41; τινι Str.8.6.22; Νεῖλος συνεπηκολούθηκα I Nilus have been present too (at the transaction), PFay.43.4 (i B.C.), cf. PLond.2.256 (e).3 (i A.D.); of things, Hp.Oss.4, Ocell.2.22, Sor.1.31, etc.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπακολουθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επακολουθέω van dichtbij volgen, begeleiden.
German (Pape)
mit oder zugleich nachfolgen, Plat. Phaed. 81b und Folgde, Callicratid. bei Stob. Flor. 70.11 und Plut. Alex. 41.
Russian (Dvoretsky)
συνεπᾰκολουθέω: сопровождать Plat., Plut.
Greek Monotonic
συνεπᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοντά, παρακολουθώ, συνοδεύω, επακολουθώ, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπᾰκολουθέω: ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, συνοδεύω, Πλάτ. Φαίδων 81Ε· τινι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 426. 15, Στράβ. 380· ἐπὶ πραγμάτων, Ἱππ. 274. 40, Πλούτ., κλπ.