μεταντλέω
From LSJ
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
draw from one vessel into another, εἰς ἀγγεῖα Gp.9.19.8: metaph., of Τύχη, AP9.180 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 151] umschöpfen, aus einem Gefäß in ein anderes schöpfen, Pallad. 72 (IX, 180).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
transvaser.
Étymologie: μετά, ἀντλέω.
Russian (Dvoretsky)
μεταντλέω: переливать, перецеживать Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μεταντλέω: ἀντλῶ καὶ μεταφέρω ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, μεταγγίζω, Ἀνθ. Π. 9. 180.
Greek Monotonic
μεταντλέω: μέλ. -ήσω, αντλώ και μεταφέρω το υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, σε Ανθ.