ὑπεκχωρέω

From LSJ
Revision as of 12:04, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκχωρέω Medium diacritics: ὑπεκχωρέω Low diacritics: υπεκχωρέω Capitals: ΥΠΕΚΧΩΡΕΩ
Transliteration A: hypekchōréō Transliteration B: hypekchōreō Transliteration C: ypekchoreo Beta Code: u(pekxwre/w

English (LSJ)

A withdraw, retire, (sc. ἐκ τῆς Ἀττικῆς) Hdt.9.13,14; ὑ. τοῦ βίου Pl.Lg.785b: c. dat., retire and give place to another, Id.Phd.103d; ὑ. τῷ θανάτῳ make way for death, and so escape, ib. 106e.
2 to be purged, ἐπὴν φάρμακόν τις πιὼν κάτω καὶ ἄνω ὑπεκχωρέῃ Hp.Loc.Hom.33.

German (Pape)

[Seite 1187] von unten heraus od. heimlich weggehen, weichen; ἐκ τῆς Ἀττικῆς Her. 9, 13. 14; καὶ φεύγειν Plat. Phaed. 102 d, u. öfter; auch τοὺς ὑπεκχωροῦντας τοῦ βίου, die Abscheidenden, Legg. VI, 785 b; – durch den Stuhlgang weggehen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s'éloigner un peu ou doucement;
2 p. ext. se retirer, s'éloigner de, gén. ; ὑπ. τῷ θανάτῳ PLAT reculer devant la mort, se soustraire à la mort ; ὑπ. τινι se retirer devant qqn, céder sa place à qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκχωρέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκχωρέω: уходить, отступать Her., Plut.: οἱ ὑπεκχωροῦντες τοῦ βίου Plat. уходящие из жизни, умирающие; ὑ. τινι Plat. отступать перед кем(чем)-л., уступать место кому(чему)-л., тж. уходить от кого(чего)-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκχωρέω: ἀπομακρύνομαι ἢ ἀποσύρομαι ἡσύχως ἢ ἀπαρατήρητος, ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 9. 13. 14· ὑπ. τοῦ βίου Πλάτ. Νόμ. 785Β· ― μετὰ δοτ. προσ., ἀποσύρομαι καὶ παραχωρῶ τὴν θέσιν μου εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103D· ὑπ. τῷ θανάτῳ, δίδω τόπον εἰς τὸν θάνατον, ὅθεν ἐκφεύγω αὐτόν, αὐτόθι 106Ε.

Greek Monotonic

ὑπεκχωρέω: μέλ. -ήσω, αποσύρομαι ή απομακρύνομαι αργά ή απαρατήρητος, σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., αποσύρομαι, αποχωρώ και παραδίδω, εκχωρώ τη θέση μου σε κάποιον άλλο, σε Πλάτ.· ὑπεκχωρέω τῷ θανάτῳ, δίνω τόπο στον θάνατο, δηλ. ξεφεύγω απ' αυτόν, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to withdraw or retire slowly or unnoticed, Hdt.:—c. dat. pers. to retire and give place to another, Plat.; ὑπ. τῷ θανάτῳ to make way for death, i. e. to escape it, Plat.