ὑδροποτέω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
drink water, Hdt.1.71, X.Cyr.6.2.26, Pl.R. 561c, Ephor.(?) in PLit.Lond.114, 1 Ep.Ti.5.23, Sor.1.117, Arr.Epict.3.13.21.—ὑδροπωτέω is the more correct form acc. to Ammon. Diff.p.111 V.
German (Pape)
[Seite 1174] Wasser trinken, als Gegensatz von οἴνῳ διαχρήσασθαι, Her. 1, 71; Xen. Cyr. 6, 2, 26; Plat. Rep. VIII, 561 e; Folgde; Lucill. 102 (XI, 309).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ne boire que de l'eau.
Étymologie: ὑδροπότης.
Russian (Dvoretsky)
ὑδροποτέω: пить (одну лишь) воду Her., Xen., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροποτέω: πίνω ὕδωρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἴνῳ χρῆσθαι, Ἡρόδ. 1. 71, Ξεν. Κύρ. 6, 2, 26, Πλάτ. Πολ. 561C, κλπ. -Κατὰ τοὺς γραμματ. (ἴδε Ἀμμών. σ. 114, Μοῖριν 380), ὑδροπωτέω εἶναι ὀρθότερος τύπος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 456. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 264.
English (Strong)
from a compound of ὕδωρ and a derivative of πίνω; to be a water-drinker, i.e. to abstain from vinous beverages: drink water.
English (Thayer)
ὑδροπότω; (ὑδροπότης); to drink water, (be a drinker of water; Winer's Grammar, 498 (464)): Herodotus 1,71; Xenophon, Plato, Lucian, Athen., others; Aelian v. h. 2,38.)
Greek Monotonic
ὑδροποτέω: μέλ. -ήσω, πίνω νερό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ὑδροποτέω, fut. -ήσω
to drink water, Hdt., Xen., etc. [from ὑδροπότης
Chinese
原文音譯:Ødropotšw 虛得羅-坡帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:濕-飲 相當於: (שָׁתָה)
字義溯源:喝水;由(ὕδωρ)=水)與(πίνω)*=喝)組成,其中 (ὕδωρ)出自(ὑετός)=雨水), (ὑετός)出自(ὕψωμα)X*=下雨)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 喝水(1) 提前5:23