ἔγκλητος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ἔγκλητον,
A liable to a charge, PTeb.27.42 (ii B. C.), Plu.2.1051b, PMasp.97 ii 50 (vi A.D.).
2 written for ἔκκλητος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que está bajo acusación, inculpado ἴσθι ... ἔ. ὑπάρχων PTeb.27.42 (II a.C.), cf. PMasp.97ue.50 (VI d.C.).
2 reprochable, digno de reproche ἀμέλειαι Plu.2.1051c, cf. 1051b
•subst. τὸ ἔ. τῶν λόγων Origenes M.17.80C, cf. Cels.2.24.
II adv. -ως criminalmente ἐ. προστίθεσθαι τῇ τοῦ Ἰησοῦ διδασκαλίᾳ Origenes Cels.5.35.
German (Pape)
[Seite 708] beschuldigt, angeklagt, Arist. oec. 2, 16.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
digne d'être blâmé.
Étymologie: ἐγκαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκλητος: -ον, ὃν ἐνεκάλεσέ τις, ἐνοχοποιηθείς, Πλούτ. 2. 1051C, κτλ.· πρβλ. ἔκκλητος 2.
Greek Monolingual
ἔγκλητος, -ον (AM)
εκείνος εναντίον του οποίου έχει υποβληθεί μήνυση
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκλητος
1. έφεση
2. καταγγελία
3. κατηγορία.