Σιμόεις

From LSJ
Revision as of 14:10, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῐμόεις Medium diacritics: Σιμόεις Low diacritics: Σιμόεις Capitals: ΣΙΜΟΕΙΣ
Transliteration A: Simóeis Transliteration B: Simoeis Transliteration C: Simoeis Beta Code: *simo/eis

English (LSJ)

εντος, ὁ, the river Simois, Il.4.475, al.; contr. Σῐμοῦς, οῦντος, Hes.Th.342:—Adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, E. Or.809 (lyr.), IA767 (lyr.); also ος, ον Id.Hel.250 (lyr.); poet. fem. Σιμοεντίς, ίδος, Id.Andr.1019 (lyr.); Σιμουντίς, Ar.Th.110; also Σιμοείσιος, ον, Str.13.1.34, Tryph.326 (as pr. n., Il.4.474).

French (Bailly abrégé)

όεντος (ὁ) :
le Simoïs, fl. de Troade.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Σῐμόεις: όεντος, стяж. Σῐμοῦς, οῦντος ὁ Симоэнт или Симунт (приток р. Скамандр в Троаде) Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Σῑμόεις: -εντος, ὁ, Simoïs, Ἰλ.· συνῃρ. Σῐμοῦς, οῦντος, Ἡσ. Θ. 342· ― ἐπίθετ. Σιμοέντιος, συνῃρ. Σιμούντιος, α, ον, Ευρ. Ὀρ. 809. Ι. Α. 767· ὡσαύτως ος, ον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 250· ποιητ. θηλ. Σιμοεντίς, -ίδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1018· Σιμοῦντις Ἀριστοφ. Θεσμ. 110· ὡσαύτως Σιμοείσιος, ον, Στράβ. 597, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-.) 326.

English (Autenrieth)

Simois.—(1) a small river rising in Mt. Ida, and flowing through the Trojan plain into the Scamander, Il. 5.774,, Il. 12.22, Il. 4.475, Ζ, Il. 20.52. (See plate V., at end of volume).—(2) the same personified, the god of the river, Il. 21.307.

Greek Monolingual

-εντος, και Σιμοῦς, -οῦν τος, ὁ, Α
ποταμός της Τρωάδος της Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα του Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

Σῐμόεις: -εντος, ὁ, ο ποταμός Σιμόεις, μικρός ποταμός της Μικράς Ασίας που χυνόταν στον ποταμό Σκάμανδρο, σε Ομήρ. Ιλ.· συνηρ. Σῐμοῦς, -οῦντος, σε Ησίοδ.· επίθ., Σιμοέντιος, συνηρ. Σιμούντιος, , -ον ή -ος, -ον, σε Ευρ.· ποιητ. θηλ. Σιμοεντίς, -ίδος, στον ίδ.· επίσης Σιμοείσιος, -ον, σε Στράβ.

Middle Liddell

Σῐμόεις, εντος, ὁ,
the river Simois, Il.; contr. Σῐμοῦς, οῦντος, Hes.; adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, or ος, ον, Eur.; poet. fem. Σιμοεντίς, ίδος, Eur.; also Σιμοείσιος, ον, Strab.