ἀντεξελαύνω
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
English (LSJ)
charge against, attack, Plu.Phil.18, al., D.C.47.43.
Spanish (DGE)
atacar τοῖς πολεμίοις Plu.Phil.18
•abs. Plu.2.143c, D.C.47.43.3.
German (Pape)
[Seite 246] (s. ἐλαύνω), dagegen austreiben; sc. στρατόν, ἵππον, gegen Einen ausrücken, Plut. Philop. 18, öfter.
French (Bailly abrégé)
pousser (un cheval, une armée) contre, marcher contre.
Étymologie: ἀντί, ἐξελαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεξελαύνω: устремляться против, атаковать (τινί и ἐπί τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξελαύνω: ἀμετάβ., ἐξέρχομαι (ἔφιππος ἢ ἐφ’ ἁμάξης ἢ ἐπὶ πλοίου) ἐναντίον τινός, ἀντεπεξέρχομαι, Πλουτ. Φιλοπ. 18, κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀντεξελαύνω: μέλ. -ελῶ, εξέρχομαι, ιππεύω, οδηγώ, εκπλέω εναντίον, σε Πλούτ.