ῥαθυμία

From LSJ
Revision as of 11:13, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱθῡμῐ́ᾱ Medium diacritics: ῥαθυμία Low diacritics: ραθυμία Capitals: ΡΑΘΥΜΙΑ
Transliteration A: rhathymía Transliteration B: rhathymia Transliteration C: rathymia Beta Code: r(aqumi/a

English (LSJ)

ἡ,
A easiness of temper, taking things easily, Th.2.39.
2 recreation, relaxation, amusement, E. Cyc.203, Ael.VH9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. Rh.1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.
II mostly in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Lys.10.11, X.Mem.3.5.5, al., cf. D.9.5; ἐκτήσαντο ῥ. get a name for laziness, E.Med.218.
2 heedlessness, rashness, τοῦ λόγου Pl.Phd. 99b. [Written ῥαθ- correctly in Phld.Rh.2.31 S., Ir.p.60 W., Hom.p.28 O., IG5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. ῥᾳθυμίη is dub. in Hp.Acut.47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.]

Greek Monolingual

η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψίαῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).