μηκάς
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
μηκάδος, ἡ,
A bleating one, in Hom. always of goats, in plural, μ. αἶγες Il.11.383, Od.9.124, 244, al., cf. Antiph. 1,52.8; also μ. ἄρνες E.Cyc.189.
II as substantive, = αἴξ, S.Fr.509, AP9.123 (<Leon.>); λευκὴ μηκάς Luc.D DMeretr.7.1: pl., Theoc.1.87,5.100.
German (Pape)
[Seite 171] άδος, ἡ, von dem Vorigen, die meckernde, bei Hom. stets μηκάδες αἶγες, Il. 11, 383. 23, 31 Od. 9, 124. 244; Pind. Ol. 1, 182; Antiphan. com. Ath. X, 449 c; ἀρνῶν μηκάδων τροφαί, Eur. Cycl. 188; Soph. auch von Ochsen, brüllend, frg. 122. – Substantivisch ἡ μηκάς, Luc. D. Mer. 7, wie αἱ μηκάδες, Theocr. 1, 87. 5, 100.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
1 qui bêle : ἡ μηκάς, chèvre ; rar. brebis;
2 qui mugit : ἡ μηκάς, taurelle.
Étymologie: cf. μηκάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μηκάς: II дор. v.l. μᾱκάς, άδος ἡ
1 коза или овца Theocr., Luc.;
2 телка Soph.
άδος (ᾰδ) adj. f блеющая (κἶγες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μηκάς: -άδος, ἡ, ἡ μηκωμένη, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ αἰγῶν, ἐν τῷ πληθ., μηκάδες αἶγες Ἰλ. Λ. 383, Ὀδ. Ι. 124, 244, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8· αἱ μηκάδες, αἱ μηκώμεναι, Θεόκρ. 1. 87., 5. 100· καὶ ἐν τῷ ἑνικ. Ἀνθ. Π. 9. 123, Λουκ.· ― παρὰ τοῖς μετέπειτα, μ. ἄρνες, - βληχάδες, Εὐρ. Κύκλ. 189.
English (Autenrieth)
άδος (μηκάομαι): bleating (of goats).
Greek Monolingual
μηκάς -άδος, ἡ (Α)
1. ως επίθ. (για αίγες, πρόβατα, αλλά και για αγελάδες), αυτός που μηκάται, που βελάζει
2. ως ουσ. η αίγα («θῡσαι μὲν τῇ Πανδήμῳ δεήσει λευκὴν μηκάδα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηκάς (< μηκ-άδ-ς) έχει σχηματιστεί από το ρηματ. θέμα του μηκάζω, πιθ. αναλογικά με ονόματα ζώων σε -άς (πρβλ. δορκάς, κεμάς)].
Greek Monotonic
μηκάς: -άδος, ἡ, αυτή που βελάζει, λέγεται για θηλυκές κατσίκες, σε Όμηρ.· μεταγεν., μηκάδες ἄρνες = βληχάδες, σε Ευρ.
Middle Liddell
μηκάς, άδος,
the bleating one, of she-goats, Hom.: —later, μ. ἄρνες, = βληχάδες, Eur. [from μηκάομαι
Translations
bleat
Albanian: blegërij; Arabic: ثُغَاء, مَأْمَأَة; Bulgarian: блеене; Catalan: bel; Czech: bečení, bek; Danish: mæh; Dutch: geblaat; Esperanto: beo; Faroese: jarm, jarman, jarming; Finnish: määkiminen, määintä; French: bêlement, bêlement, béguètement; German: Blöken; Greek: βέλασμα; Ancient Greek: βῆ, βλαχά, βλῆ, βληχάς, βληχή, βληχηθμός, βλήχημα, βλήχησις, βληχητόν, βρύχημα, μηκάς, μηκασμός, μηκηθμός, φθογγή; Hebrew: פעיה, חניבה; Icelandic: jarmur; Ido: bramo; Indonesian: embik, embek, embek; Italian: belato; Kurdish Central Kurdish: باع, باڵاندن; Latin: balatus; Malay: embek; Old English: blǣt, *blǣtung; Polish: bek; Portuguese: balido; Russian: блеянье, блеяние; Scottish Gaelic: meig, migead, meigead; Serbo-Croatian: blejanje; Spanish: balido; Swedish: bräkande; Tagalog: mee, me; Turkish: me, meleme