ἠλασκάζω
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
lengthened form of
A ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Il.18.281: c. acc. loci, h.Ap.142 codd.
II shun, flee from, c. acc., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει Od.9.457 (v.l. ἠλυσκάζει).
German (Pape)
[Seite 1159] = Folgdm, von Menschen, Il. 18, 281 H. h. Apoll. 142, Schol. πλανώμενος. – Od. 9, 457 ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, er weicht meinem Zorne durch Entfliehen aus, meidet ihn, Schol. ἐκκλίνει; vgl. ἀλυσκάζω u. Nitzsch zur Stelle, der richtig Passow's Vermutung, daß vielleicht ἠλυσκάζει zu schreiben sei, zurückweis't.
French (Bailly abrégé)
1 errer çà et là;
2 tr. fuir, éviter, acc..
Étymologie: ἠλάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἠλασκάζω:
1 блуждать, носиться (ὑπὸ πτόλιν Hom.);
2 странствуя посещать, обходить (νήσους τε καὶ ἀνέρας HH);
3 убегать, избегать (μένος τινός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠλασκάζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Ἰλ. Σ. 281· μετ’ αἰτ. τόπου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Ι. 457, μετ’ αἰτ., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, ἐκφεύγει, ἀποφεύγει τὴν ὁργὴν μου, ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἠλυσκάζει, Ἰων ἀντὶ ἀλυσκάζει, πρβλ. Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 439.
English (Autenrieth)
(ἠλάσκω): wander about; trans., ἐμὸν μένος, ‘try to escape’ by dodging, Od. 9.457.
Greek Monolingual
ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α)
1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.)
2. ξεφεύγω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ηλάσκω].
Greek Monotonic
ἠλασκάζω: εκτεταμένος τύπος του ἠλάσκω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., φεύγω από..., αποφεύγω, τρέπομαι σε φυγή· ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, αποφεύγει την οργή μου, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἠλασκάζω,
I. lengthd. form of ἠλάσκω, Il.
II. c. acc. to flee from, shun, Od.